Τη χαμηλότερη αποταμίευση όχι μόνο στην ευρωζώνη, αλλά και στις χώρες του ΟΟΣΑ, έχει η Ελλάδα και το γεγονός αυτό χτυπάει καμπανάκια για την κάλυψη του επενδυτικού κενού της χώρας που υπολογίζεται σε 100 δις. ευρώ.
Έρευνα που εκπόνησε το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (καθηγητές Σαράντης Καλυβίτης, Μαργαρίτα Κατσίμη και Θωμάς Μούτος) για λογαριασμό της Eurobank και παρουσιάστηκε χθες το απόγευμα από τη Eurobank σε ειδική εκδήλωση στο Σαρόγλειο Μέγαρο, δείχνει ότι η διαφορά στα ποσοστά εθνικής αποταμίευσης μεταξύ της Ευρωζώνης και της Ελλάδας διευρύνθηκε, κάτι που οφείλεται στη μεγάλη πτώση του ποσοστού αποταμίευσης του ιδιωτικού τομέα, ενώ η αποταμίευση του δημοσίου τομέα αυξήθηκε μετά το 2010.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Η έρευνα διαπιστώνει ότι το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών στην Ελλάδα είναι σημαντικά χαμηλότερο από τα αντίστοιχα της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Ιταλίας, καθώς επίσης και της Ευρωζώνης. Η μέση ετήσια αποταμίευση για το σύνολο του δείγματος της έρευνας ανέρχεται στα 1.076 ευρώ, ενώ είναι αρνητική για τα νοικοκυριά με δύο ενήλικες και παιδιά (-2.159 ευρώ).
Οι συνταξιούχοι (σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην υπόλοιπη ΕΕ) αποταμιεύουν περισσότερο από τους εργαζόμενους. Η μέση ετήσια αποταμίευση των συνταξιούχων ανέρχεται σε 2.248 ευρώ, των εργαζομένων σε 410 ευρώ, των μισθωτών σε 542 ευρώ και των αυτοαπασχολούμενων σε 63 ευρώ. Το 40% της συνολικής αποταμίευσης προέρχεται από το 1% των νοικοκυριών με τα υψηλότερα εισοδήματα. Τα ποσοστά αποταμίευσης διαφέρουν σημαντικά ανά κλίμακα εισοδήματος και είναι αρνητικά για τέσσερα στα δέκα νοικοκυριά του δείγματος της έρευνας. Οι δαπάνες για υγεία και εκπαίδευση σχετίζονται αρνητικά με την αποταμίευση. Τα νοικοκυριά που δηλώνουν δαπάνες σε τυχερά παίγνια έχουν σημαντικά χαμηλότερο ποσοστό αποταμίευσης.
Η χαμηλή (και συγκεκριμένα αρνητική) αποταμίευση για τα ελληνικά νοικοκυριά τα τελευταία χρόνια δεν οφείλεται στην κρίση και στην ακρίβεια, ούτε και στα χαμηλά επιτόκια καταθέσεων. Όπως αποδεικνύει η έρευνα, οι Έλληνες αποταμίευαν περισσότερο τη δεκαετία του 1960 όταν ήταν πολύ φτωχότεροι. Επίσης, τα πραγματικά επιτόκια καταθέσεων δεν ήταν, κατά μέσο όρο, μικρότερα στην Ελλάδα απ΄ ότι στις άλλες χώρες, την ώρα που στο εξωτερικό τα νοικοκυριά αύξαναν την αποταμίευση, ενώ στην Ελλάδα η αποταμίευση συρρικνωνόταν ώσπου έγινε αρνητική.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας, οι λόγοι που δεν αποταμιεύουμε αποδίδονται στο ότι:
• Οι διαγενεακές μεταβιβάσεις πλούτου, και ιδιαίτερα οι γονικές παροχές, είναι πολύ πιο διαδεδομένες στην Ελλάδα σε σχέση με τις άλλες χώρες, με αρνητικές συνέπειες στην αποταμίευση.
• Η διόρθωση του εξαιρετικά υψηλού ποσοστού αναπλήρωσης του εισοδήματος που παρείχε το συνταξιοδοτικό σύστημα στην Ελλάδα μετά το 2010 αναμένεται να επηρεάσει θετικά την αποταμίευση των νοικοκυριών.
• Το πολύ μεγάλο ποσοστό αυτοαπασχόλησης στην ελληνική οικονομία συνδέεται αρνητικά με την αποταμίευση.
• Στο βαθμό που η φοροδιαφυγή είναι πιο εκτεταμένη μεταξύ των αυτοαπασχολούμενων, επηρεάζονται επίσης αρνητικά τα δημόσια έσοδα και η δημόσια αποταμίευση.
• Η τεράστια επιβάρυνση των νοικοκυριών με δαπάνες στέγασης σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την αποταμίευση.
Οι προτάσεις πολιτικής για την αύξηση της αποταμίευσης περιλαμβάνουν:
• Δημοσιονομικά ουδέτερες φορολογικές παρεμβάσεις όπως αύξηση του φορολογικού συντελεστή στις γονικές παροχές ή/και μείωση του αφορολόγητου ορίου, ιδιαίτερα για μεταβιβάσεις που αφορούν νεότερες ηλικίες, σε συνδυασμό με μείωση της φορολογίας του εισοδήματος από αποταμίευση.
• Δημόσιες ή/και ιδιωτικές πρωτοβουλίες που στοχεύουν στη βελτίωση του χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού μέσω της παροχής πληροφόρησης και εκπαίδευσης σχετικά με την αποταμίευση, με ιδιαίτερη στόχευση στις νεότερες ηλικίες και στα άτομα με χαμηλά εισοδήματα.
• Δημόσιες παρεμβάσεις που παρακινούν τους εργοδότες να προ-εγγράφουν αυτόματα τους εργαζόμενους σε πρόσθετα συνταξιοδοτικά προγράμματα ή να μεταφέρουν ένα προκαθορισμένο μέρος του μισθού τους, εφόσον οι εργαζόμενοι δεν εκφράσουν αντίρρηση, σε αποταμιευτικούς λογαριασμούς.