Σύμφωνα με την έρευνα, το διάστημα 2008 – 2016, το ΑΕΠ της χώρας μειώθηκε κατά 27%, ενώ τα φορολογικά έσοδα του κράτους μειώθηκαν μόνο κατά 7%. Ο λόγος είναι απλός: Η φορολογία αυξήθηκε δραματικά.
Όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα της έρευνας, οι επιχειρήσεις φορολογούνται με εξαιρετικά υψηλό συντελεστή 29%, τη στιγμή που ο μέσος όρος της ΕΕ το 2016 ήταν 22,6%. Ο συνολικός φορολογικός συντελεστής για τις επιχειρήσεις (με τις ασφαλιστικές εισφορές) δε, είναι υψηλότερος για το 2017 από τον αντίστοιχο της Σουηδίας (50,7% έναντι 49%).
Το 2015 το 88,2% των φορολογούμενων, που δήλωναν εισοδήματα κάτω των 25.000 ευρώ ετησίως, πλήρωναν το 32,7% των φόρων. Το υπόλοιπο 11,8% πλήρωνε το 67,3% των φόρων.
Το 71% των ελεύθερων επαγγελματιών και το 93% των αγροτών δηλώνουν εισοδήματα μικρότερα των 9.000 ευρώ ετησίως.
Την ίδια στιγμή, οι φόροι εισοδήματος στην Ελλάδα αποτελούν μόνο το 21% των συνολικών εσόδων από φόρους και εισφορές.
Τα περισσότερα έσοδα προέρχονται κυρίως από τους έμμεσους φόρους, όπως ο ΦΠΑ (41%) και από τις ασφαλιστικές εισφορές (35,2%).
Το 2015 ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων έφερε έσοδα ίσα με το 5,4% του ΑΕΠ – σχεδόν μισό από ό,τι στις άλλες χώρες ης ΕΕ.
Σύμφωνα με την έρευνα, το διάστημα 2001 – 2015 ψηφίστηκαν στην Ελλάδα 36 αμιγώς φορολογικοί νόμοι.
Η Ελλάδα είναι η τελευταία ανάμεσα σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ στην εισπραξιμότητα ληξιπρόθεσμων οφειλών. Το ποσό των 335 εκατ. ευρώ δηλαδή το 12,6% των εσόδων του κράτους από τη φορολογία εισοδήματος νομικών προσώπων, υπολογίστηκε ότι είναι το έμμεσο κόστος συμμόρφωσης για τις επιχειρήσεις το 2013.
Σύμφωνα με τη μελέτη, ο καλύτερος συμβιβασμός μεταξύ οικονομικής αποτελεσματικότητας και οικονομικής δικαιοσύνης μπορεί να επιτευχθεί με έναν φορολογικό συντελεστή στο 20% ή δύο φορολογικούς συντελεστές στο 20% και 25%, με χαμηλότερη έκπτωση φόρου και με ριζική αναμόρφωση του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας.
Πιο συγκεκριμένα, οι προτάσεις πολιτικής στις οποίες καταλήγει η μελέτη, μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν:
– Τη μείωση του ύψους (σε 20% – 25%) και του πλήθους (σε δύο το πολύ) των συντελεστών φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων.
– Τη δραστική μείωση του συντελεστή φορολογίας εισοδήματος νομικών προσώπων το πολύ σε 20%.
– Τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης με επανεξετάση επιχειρηματικών δαπανών που εκπίπτουν.
– Τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών.
– Τη μη επιβολή έκτακτων ή πρόσθετων φόρων στα δηλωθέντα εισοδήματα
– Την περαιτέρω διάδοση της χρήσης του πλαστικού χρήματος και της ηλεκτρονικής τιμολόγησης.
– Την εντατικοποίηση των φορολογικών ελέγχων για τη μη επιβολή κυρώσεων και την ταχεία επίλυση φορολογικών διαφορών.
– Την αξιολόγηση και απλούστευση της φορολογικής νομοθεσίας.
– Τη διοικητική αναδιοργάνωση των φορολογικών αρχών με την ενίσχυση του αριθμού των εργαζόμενων στον φορολογικό έλεγχο και
– Τη δημιουργία ηλεκτρονικής φορολογικής διοίκησης.