Τις τελευταίες ημέρες, παρ’ ότι ήμαστε ακόμα μακριά από τον Ιούνιο, στα εγχώρια και διεθνή ΜΜΕ, έχουν «τρελαθεί» οι αναφορές σεναρίων για το αν θα ξεκινήσουν οι μειώσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ από τον Απρίλιο ή από τον Ιούνιο.
Αν θα είναι τέσσερεις, όπως προέβλεψε ο κ. Στουρνάρας, ή τρείς όπως προβλέπουν άλλοι συνάδελφοί του στο ΔΣ της ΕΚΤ.
Αν θα ξεκινήσει η μείωση των επιτοκίων από την Fed ή από την ΕΚΤ… και πάει λέγοντας.
Έχει αυτό τόση σημασία θα αναρωτηθεί κανείς;
Κατ’ αρχήν και μόνο το ότι το ερώτημα αφορά το πότε θα γίνει η μείωση των επιτοκίων και όχι το «αν» αυτή χρειάζεται, υποδεικνύει ένα πράγμα ξεκάθαρα, ότι η «πίεση» στις οικονομίες και τις αγορές στην Ευρώπη από τα υψηλά επιτόκια έχει αυξηθεί πολύ και έχουν χτυπήσει «κόκκινο». Μια ματιά στους ρυθμούς ανάπτυξης των οικονομιών της Ευρωζώνης και στις διαρκείς αρνητικές αναθεωρήσεις των σχετικών προβλέψεων για το 2024, ξεκαθαρίζει το τοπίο.
Με επιτόκια στα σημερινά επίπεδα, δηλαδή μεταξύ 4% και 4,5% οι οικονομίες της Ευρωζώνης δεν αντέχουν άλλο.
Δεν αντέχουν ούτε στο επίπεδο της αναχρηματοδότησης του χρέους τους, ούτε στην αναχρηματοδότηση των επενδυτικών δαπανών και προγραμμάτων τόσο των προϋπολογισμών όσο και της αναχρηματοδότησης στο τραπεζικό σύστημα.
Με τον πληθωρισμό – έτσι όπως τον «μετράει» η ΕΚΤ και η Eurostat – να πέφτει σε επίπεδα που σταθερά προσεγγίζουν το 2%, θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι ακατανόητο γιατί οι κεντρικοί τραπεζίτες καθυστερούν την μείωση των επιτοκίων και παρατείνουν την χρηματοδοτική ασφυξία της Ευρωζώνης.
Η πρώτη απάντηση – ανεξάρτητα από τους ισχυρισμούς περί αναμονής για την σταθερότητα της αποπληθωριστικής τάσης – είναι μία και έχει να κάνει με το δολάριο.
Έχει να κάνει με το δολάριο και την καθυστέρηση της Fed να μειώσει τα επιτόκια τα δικά της που βρίσκονται στο 5% – 5,5%.
Όμως η Fed δεν βιάζεται, γιατί ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ δεν δείχνει τελευταία διάθεση για περαιτέρω μείωση, η οικονομία της χρηματοδοτούμενη από το τερατώδες έλλειμμα και χρέος δεν δείχνει να νοιάζεται για τα επιτόκια και κυρίως γιατί με τα επιτόκια στο επίπεδο αυτό οι ΗΠΑ συνεχίζουν να ελκύουν τεράστιους όγκους κεφαλαίων που απορροφούν σαν «ζεστά κουλούρια» την διαρκή έκδοση χρέους από την Κυβέρνηση, εν όψη εκλογών.
Με άλλα λόγια με την κυβέρνηση Μπάιντεν να μη βλέπει τίποτα άλλο μπροστά της έξω από τις εκλογές του Νοέμβρη και με μια διαρκή δημοσιονομική χρηματοδότηση της οικονομίας που αφήνει το περιθώριο στην Fed να συγκρατεί κάπως τα πράγματα με την διατήρηση των επιτοκίων στα σημερινά ύψη, τα αμερικάνικα επιτόκια δεν έχουν λόγο μείωσης άμεσα.
Με αυτά τα δεδομένα η ΕΚΤ βρίσκεται στις συμπληγάδες, αφ’ ενός της οικονομικής επιβράδυνσης της οικονομίας στην Ευρώπη και αφ’ εταίρου της «μη βιασύνης» της Fed να κατεβάσει τα δικά της επιτόκια.
Γιατί συμπληγάδες; Γιατί κάθε κίνηση της ΕΚΤ που δεν θα ακολουθεί μια προηγούμενη ανάλογη της Fed, θα οδηγούσε σε διολίσθηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ έναντι του δολαρίου, που σήμερα με δυσκολία συγκρατείται στο 1,08 – 1,09 δολάρια.
Μπορεί η Ευρωζώνη με ανοικτή ακόμα την πληγή της ενεργειακής κρίσης να αντιμετωπίσει ενεργειακές, ή άλλες εισαγωγές προϊόντων που τιμολογούνται στο αμερικάνικο νόμισμα, με ακριβότερο το δολάριο; Ασφαλώς είναι ότι χειρότερο υπό τις παρούσες συνθήκες θα μπορούσε να της συμβεί…
Τι μπορεί να κάνει γι’ αυτό η ΕΚΤ; Μάλλον τίποτα περισσότερο από το να περιμένει την Fed.
Να περιμένει και να εύχεται ότι δεν θα της συμβούν στο μεταξύ «ατυχήματα» που θα προέρχονται από την ασφυξία που προκαλεί ήδη στην Ευρωζώνη, με τα επιτόκια στα τρέχοντα επίπεδα.
Γιατί ότι και να λένε οι «κύριοι» στην Φρανκφούρτη, περί της “ανεξαρτησίας” της ΕΚΤ από την Fed, η αλήθεια είναι μία και καταγράφεται για άλλη μία φορά με μαύρα γράμματα: το Ευρώ εξακολουθεί να είναι εξαρτώμενο από το δολάριο και η ΕΚΤ από τις αποφάσεις της Fed…