Την αντίθεσή της σε περαιτέρω μείωση των αμοιβών και των μισθών, εκφράζει εμμέσως η Eurobank σε μελέτη που εκπόνησαν οι οικονομολόγοι της με επικεφαλής τον Δρ Πλάτωνα Μονοκρούσο.
Στην πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη για τα εργασιακά ενόψει της δεύτερης αξιολόγησης την οποία θεωρούν πάρα πολύ σημαντική, επισημαίνεται ότι ¨το ενδιαφέρον πλέον θα πρέπει να μετακινηθεί από τη μείωση του μισθολογικού κόστους προς τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας στην αγορά εργασίας, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας καθώς και τη δημιουργία του κατάλληλου πλέγματος για την αντιμετώπιση της φτώχειας και της εισοδηματικής ανισότητας”.
Αναλυτικότερα, οι συντάκτες της μελέτης επισημαίνουν ότι: “Η 2η αξιολόγηση του 3ου Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής είναι κομβικής σημασίας για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας καθότι η ταχεία και επιτυχής ολοκλήρωσή της όχι μόνο θα επιτρέψει νέα χρηματοδότηση ύψους 6,1 δις. ευρώ από τον επίσημο τομέα αλλά θα ανοίξει και το δρόμο για μια σειρά σημαντικών, θετικών εξελίξεων μέσω της συμμετοχής της Ελλάδας στο υφιστάμενο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (PSPP) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Στη συνέχεια εκτιμούν ότι ¨κεντρικό θέμα και πιθανότατα σημείο τριβής στη 2η αξιολόγηση θα αποτελέσουν οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας. Το 2012 εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα μια σειρά από μεταρρυθμίσεις με σημαντικότερη την κατάργηση της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας. Το Μνημόνιο που υπογράφηκε τον Αύγουστο του 2015 προβλέπει περαιτέρω μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας στο πλαίσιο της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και της ανάπτυξης. Προς τούτο συγκροτήθηκε ανεξάρτητη Επιτροπή Σοφών η οποία εξέδωσε πόρισμα με συστάσεις για τις μεταρρυθμίσεις που θα πρέπει η Ελλάδα να εφαρμόσει στο πλαίσιο του Μνημονίου και σε σύμπνοια με τις βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές. Οι συστάσεις της Επιτροπής Σοφών έχουν αμιγώς συμβουλευτικό και όχι δεσμευτικό χαρακτήρα, και θα αποτελέσουν το σημείο εκκίνησης στις επερχόμενες διαπραγματεύσεις. Στις διαπραγματεύσεις αυτές η ελληνική κυβέρνηση θα επιδιώξει κατά κύριο λόγο την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο ενώ το ΔΝΤ αναμένεται να υποστηρίξει την ανάγκη μεγαλύτερης ευελιξίας και εναρμόνισης του πλαισίου που διέπει τις εργασιακές σχέσεις με τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές. Δεδομένων των εκ διαμέτρου αντίθετων θέσεων που διατυπώνονται ενόψει των διαπραγματεύσεων, το πόρισμα της Επιτροπής Σοφών μπορεί από τη μία μεριά να περιορίσει μερικώς την ελευθερία κινήσεων της ελληνικής πλευράς, αλλά από την άλλη πλευρά μπορεί να λειτουργήσει ως ασπίδα προστασίας έναντι ιδιαιτέρως ακραίων διεκδικήσεων από τους θεσμούς.
Οι συστάσεις της Επιτροπής Σοφών στηρίζονται στα εξής: το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Μοντέλο και τους κανόνες της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO), την αρχή της επικουρικότητας της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, την ισορροπία ισχύος μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, την ανάπτυξη, το μη αποκλεισμό από την αγορά εργασίας, την αρχή της ίσης αμοιβής, την αξιοπιστία, την εξειδίκευση και την ολοκληρωμένη προσέγγιση. Σε οκτώ από τις δώδεκα συστάσεις του πορίσματος υπάρχει ομοφωνία μεταξύ των εμπειρογνωμόνων ενώ οι απόψεις της μειοψηφίας παρουσιάζονται στο τέλος της έκθεσης. Όσον αφορά τη φιλοσοφία του πορίσματος μπορεί να ειπωθεί ότι κινείται σε διαφορετική κατεύθυνση από τις έως τώρα πραγματοποιηθείσες μεταρρυθμίσεις. Αναγνωρίζει ότι ο στόχος της εσωτερικής υποτίμησης εντός της Ευρωζώνης μέσω της άμεσης μείωσης του μισθολογικού κόστους επετεύχθη, αλλά επισημαίνει ότι αυτό προκάλεσε σημαντικές παρενέργειες ως προς την αγοραστική δύναμη, την ανισότητα και τη φτώχεια. Παρότι δε συνιστάται η επιστροφή στο παλαιότερο καθεστώς – ειδικά όσον αφορά τα επίπεδα μισθών – προκρίνεται η αναγκαιότητα επιπρόσθετων μέτρων που θα εκσυγχρονίσουν την ελληνική αγορά εργασίας σύμφωνα με τις βέλτιστες πρακτικές στην Ευρώπη. Ως προς τα επιμέρους θέματα που πραγματεύεται το πόρισμα της Επιτροπής Σοφών, συνοψίζουμε τα εξής:
• Η Επιτροπή Σοφών δεν θεωρεί αναγκαία την υιοθέτηση αυστηρότερων κανόνων σε σχέση με τις απεργίες ούτε προτείνει να επιτραπεί η ανταπεργία με το σκεπτικό ότι το υπάρχον πλαίσιο που διέπει τη συνδικαλιστική δράση εγγυάται την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών. Αναγνωρίζει ωστόσο την πιθανή ανάγκη εκσυγχρονισμού του Νόμου 1264/1982 ώστε να αντιμετωπιστούν προβλήματα που ανακύπτουν στην εφαρμογή του θεσμικού πλαισίου.
• Όσον αφορά το θέμα των ομαδικών απολύσεων, η Επιτροπή Σοφών επιφυλάσσεται να διατυπώσει σύσταση καθώς το θέμα αυτό συζητείται στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο το οποίο δεν έχει ακόμα αποφανθεί. Εκφράζεται ωστόσο η άποψη από δύο μέλη της Επιτροπής ότι το υπάρχον πλαίσιο δεν είναι ικανοποιητικό καθώς είναι υπερβολικά περιοριστικό.
• Στο θέμα του κατώτατου μισθού η πλειοψηφία των μελών της Επιτροπής Σοφών προτείνει την επαναφορά του καθορισμού του μέσα από ένα σύστημα εθνικής συλλογικής διαπραγμάτευσης με καθολική ισχύ και την αντικατάσταση του κατώτατου μισθού για τους νέους από έναν υπο-κατώτατο μισθό βάσει εμπειρίας για μέγιστη περίοδο δύο ετών.
• Αναφορικά με τις συλλογικές διαπραγματεύσεις φαίνεται πως η Επιτροπή Σοφών τάσσεται υπέρ της επέκτασης των αντιπροσωπευτικών συλλογικών συμβάσεων σε κλαδικό ή ομοιοεπαγγελματικό επίπεδο κατόπιν αιτήματος ενός εκ των δύο μερών. Διαφωνία ωστόσο υπάρχει ως προς το εάν θα πρέπει να υπερισχύουν οι συλλογικές συμβάσεις με ευρύτερο πλαίσιο εφαρμογής (π.χ. εθνικό ή κλαδικό) έναντι των συλλογικών συμβάσεων με στενότερο πλαίσιο εφαρμογής (π.χ. ομοιοεπαγγελματικό ή επιχειρησιακό), με δύο μέλη της Επιτροπής να συστήνουν την υιοθέτηση της αρχής της επικουρικότητας υποστηρίζοντας ότι αυτή θα εξασφαλίσει μεγαλύτερη ευελιξία στον καθορισμό των μισθών. Το εν λόγω ζήτημα πιθανόν να αποτελέσει πεδίο έντονης αντιπαράθεσης μεταξύ της ελληνικής πλευράς και των θεσμών στο πλαίσιο της επερχόμενης 2ης αξιολόγησης.
Η κρισιμότητα των αποφάσεων για τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας καταδεικνύεται και από τις εξελίξεις των τελευταίων ετών. Το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα αυξήθηκε περισσότερο από 19 ποσοστιαίες μονάδες κατά τη διάρκεια της τρέχουσας κρίσης και παρόλη την μείωση από το μέγιστο επίπεδο του 27.9% το Σεπτέμβριο 2013 εξακολουθεί να παραμένει το υψηλότερο μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης (ήταν στο 23,2% τον Ιούλιο 2016). Η συγκεκριμένη απώλεια θέσεων εργασίας μπορεί να αποδοθεί, μεταξύ άλλων: α) στην πρωτοφανή εγχώρια ύφεση της περιόδου 2008-2015, που οδήγησε σε σωρευτική απώλεια πραγματικού ΑΕΠ πλέον των 26 ποσοστιαίων μονάδων παρά τη σύντομη επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2014 και β) στη δομική αναποτελεσματικότητα που ακόμη χαρακτηρίζει την εγχώρια αγορά αγαθών και εργασίας.
Η Ελλάδα άλλωστε, κατατάχθηκε μόλις 114η μεταξύ 138 χωρών σε ότι αφόρα την αποτελεσματικότητα της εγχώριας αγοράς εργασίας στην κατάταξη ανταγωνιστικότητας του World Economic Forum για το 2016. Η αντίστοιχη μέση κατάταξη των χωρών της Ευρωζώνης ήταν στην 51η θέση (συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας και της Ιταλίας (119η στο συγκεκριμένο δείκτη)).
Οι μεταρρυθμίσεις του 2012 οδήγησαν στην φιλελευθεροποίηση της εγχώριας αγοράς εργασίας και συνέβαλλαν στην επιτάχυνση της διαδικασίας εσωτερικής υποτίμησης. Σύμφωνα με την Eurostat άλλωστε, η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία σταθμισμένη ως προς το μοναδιαίο κόστος εργασίας για την Ελλάδα στο τέλος του 2015 ήταν περίπου 25,3 μονάδες χαμηλότερα σε σχέση με το μέγιστο του 2009 και περίπου 9,5 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερη της αντίστοιχης τρέχουσας τιμής της Ευρωζώνης. Οι μεταρρυθμίσεις είχαν όμως και μια σειρά από ανεπιθύμητες συνέπειες κυρίως σε ότι αφορά την αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας και του κινδύνου φτώχειας. Σύμφωνα με την Eurostat, η εισοδηματική ανισότητα στην Ελλάδα ακολούθησε αυξητική πορεία μετά το 2010, επιταχύνθηκε το 2012 και από εκεί και πέρα σταθεροποιήθηκε σε επίπεδα σημαντικά υψηλότερα του μέσου όρου της Ευρωζώνης.
Σε κάθε περίπτωση, οι παραπάνω αρνητικές εξελίξεις δεν θα πρέπει να αποδοθούν μόνο στις μεταρρυθμίσεις του 2012. Η άνιση (και σε πολλές περιπτώσεις με μεγάλες καθυστερήσεις) διαδικασία εφαρμογής των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που όμως ήταν απαραίτητες για τον εκσυγχρονισμό του δημοσίου τομέα και τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος φιλικού προς τις επενδύσεις και η περιορισμένη ανάληψη της ευθύνης για την εφαρμογή του μεταρρυθμιστικού προγράμματος μπορούν επίσης να αποτελέσουν παράγοντες που εξηγούν την παρούσα κατάσταση στην εγχώρια αγορά εργασίας. Η νέα δέσμη μέτρων ρύθμισης της αγοράς εργασίας που αναμένεται στα πλαίσια της 2ης αξιολόγησης του προγράμματος θα πρέπει να καταρτιστεί λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω εξελίξεις. Το ενδιαφέρον πλέον θα πρέπει να μετακινηθεί από τη μείωση του μισθολογικού κόστους προς τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας στην αγορά εργασίας, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας καθώς και τη δημιουργία του κατάλληλου πλέγματος για την αντιμετώπιση της φτώχειας και της εισοδηματικής ανισότητας.