Το κείμενο που στάλθηκε στους δανειστές και αποτελεί το ελληνικό πρόγραμμα για την μετά Μνημόνιο εποχή, προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια στους δανειστές και το… επέστρεψαν για διορθώσεις. Ο αναπληρωτής υπουργός αναμένεται να περάσει ένα δύσκολο απόγευμα σήμερα (12.04.2018) στις Βρυξέλλες στην διάρκεια της συνεδρίασης του Euro Working Group.
Σύμφωνα με πληροφορίες από την πρωτεύουσα του Βελγίου, στο ελληνικό κείμενο υπάρχουν πολλά σημεία τα οποία είναι εκτός πραγματικότητας και δεν βασίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές που είχαν συμφωνηθεί ανάμεσα σε Αθήνα και τρόικα.
Από τον Δεκέμβριο, έχουν δοθεί οι κατευθύνσεις από την πλευρά της τρόικας για το τι πρέπει να εμπεριέχει το ελληνικό αναπτυξιακό σχέδιο για τη μετά το μνημόνιο εποχή. Και οι κατευθύνσεις αυτές δεν είχαν τη μορφή προφορικών συστάσεων, αλλά γραπτών οδηγιών, οι οποίες μάλιστα περιλήφθηκαν στο τελευταίο Συμπληρωματικό Μνημόνιο Κατανόησης.
Στο σχέδιο που έφτασε στις Βρυξέλλες δεν υπάρχουν οι τολμηρές μεταρρυθμίσεις που είχαν ζητήσει οι δανειστές, που θα στηρίξουν την επιστροφή της χώρας στην βιώσιμη ανάπτυξη, θα προσελκύσουν επενδύσεις και θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας. Ως εκ τούτου, τέθηκε εκ νέου σε διαβούλευση προκειμένου να αναθεωρηθεί εκ βάθρων.
Το Συμπληρωματικό Μνημόνιο Κατανόησης ανέφερε σχετικά με το αναπτυξιακό σχέδιο (Growth Strategy) ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να σχεδιάσει και θα εφαρμόσει ένα ευρύ φάσμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, που όχι μόνο θα διασφαλίζουν την πλήρη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της Ε.Ε., αλλά θα αποσκοπούν επίσης στην επίτευξη των βέλτιστων ευρωπαϊκών πρακτικών.
Στη βάση αυτή οι ελληνικές αρχές έπρεπε να παρουσιάσουν μια αναπτυξιακή στρατηγική, η οποία μεταξύ άλλων θα στοχεύει στη δημιουργία, μέσα στα επόμενα 3-5 χρόνια, ενός ελκυστικότερου επιχειρηματικού περιβάλλοντος, στη βελτίωση των υποδομών, στη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος, στην ενίσχυση της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και στην ανάπτυξη της έρευνας και της καινοτομίας. «Η στρατηγική ανάπτυξης πρέπει να στηριχθεί στα υφιστάμενα μεσοπρόθεσμα σχέδια δράσης σε βασικούς τομείς, μεταξύ των οποίων το εκπαιδευτικό σύστημα, ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης, ο εκσυγχρονισμός του δικαστικού συστήματος και η στρατηγική για την καταπολέμηση της διαφθοράς», ανέφερε σχετικά στο Συμπληρωματικό Μνημόνιο.
Για τους κλάδους-«κλειδιά» οι δανειστές είχαν ξεκαθαρίσει πως βάρος θα έπρεπε να δοθεί σε τομείς όπως οι τηλεπικοινωνίες, ο τουρισμός, οι μεταφορές, τα φαρμακευτικά προϊόντα και η εφοδιαστική αλυσίδα, καθώς και η γεωργία και τα γεωργικά προϊόντα διατροφής. Μάλιστα, για να μην υπάρξουν αποκλίσεις από τα «θέλω» των αγορών, οι θεσμοί επέβαλαν στην κυβέρνηση να συστήσει ένα Συμβούλιο Επιστημονικής Ανάπτυξης, στο οποίο θα μετέχουν οι κοινωνικοί εταίροι και οι επιχειρηματικές οργανώσεις, καθώς και μια συμβουλευτική ομάδα ξένων επενδυτών.
Ωστόσο, το προσχέδιο της αναπτυξιακής στρατηγικής που έλαβαν προ ημερών οι θεσμοί στα χέρια τους και το οποίο θα συζητηθεί σήμερα στο Euro Working Group -πριν παρουσιαστεί στο Eurogroup της Σόφιας στις 27 Απριλίου- απέχει από αυτά που είχαν ζητήσει με το Συμπληρωματικό Μνημόνιο.
Το προσχέδιο «θολώνει» το τοπίο σχετικά με δεσμεύσεις που έχει ήδη αναλάβει η κυβέρνηση για συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις για τη μετά το μνημόνιο εποχή. Ενδεικτικά, «δημιουργική ασάφεια» περιβάλλει το θέμα των αντιμέτρων (των ευνοϊκών δημοσιονομικών μέτρων που έχουν ψηφιστεί από πέρυσι), στα οποία η κυβέρνηση κάνει εκτενή αναφορά, χωρίς ωστόσο να λαμβάνει υπόψη πως η ενεργοποίηση τους θα κριθεί από το ΔΝΤ τον προσεχή Μάιο και δεν μπορεί να προεξοφλείται.
Ομοίως, η κυβέρνηση εμφανίσθηκε να θέλει να προκαταβάλει πως μετά τη λήξη του προγράμματος θα υπάρξει επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και αύξηση του κατώτερου μισθού, κάτι που οι δανειστές θεωρούν πως δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό, καθώς θα επιφέρει επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Τέλος αξίζει να σημειωθεί ότι οι δανειστές θεωρούν ότι δεν είναι ξεκάθαρος ο ρόλος που θα παίξει το Υπερταμείο στην εθνική στρατηγική ανάπτυξης, έναν τομέα στον οποίο οι δανειστές επιθυμούν μεγαλύτερη σαφήνεια, καθώς επηρεάζει και το θέμα του χρέους.