Η νομοθεσία για το ποιος μπορεί να δανείζει χρήματα αλλάζει στις μέρες μας.
Ένα νέο «καθεστώς» εισάγεται από την νέα νομολογία η οποία φαίνεται να δημιουργεί δυνατότητες που μέχρι πρόσφατα είχαν αποκλειστικά και μόνο οι τράπεζες.
Κατ’ αρχήν οι νέοι φορείς που μπορούν να «δανείσουν» χρήματα σύμφωνα με τον πρόσφατο νόμο που πέρασε στην Βουλή και έχει να κάνει με το νέο κανονιστικό πλαίσιο μεταξύ servicers και δανειοληπτών, δεν έχουν την «ταυτότητα» τράπεζας.
Δεν διαχειρίζονται χρήματα καταθετών – πρώτη παρατήρηση – αλλά ιδιωτικά κεφάλαια για να ικανοποιήσουν απαιτήσεις δανεισμού που εξυπηρετούν τις «ρυθμίσεις» των συναλλαγών μεταξύ των δανειοληπτών και των νέων ιδιοκτητών των δανείων τους.
Οι τράπεζες έχουν «πουλήσει» τα αρχικά δάνεια σ’ αυτές τις νέες χρηματοπιστωτικές οντότητες οι οποίες πλέον αποκτούν την δυνατότητα να δανείσουν τους «πελάτες» δανειολήπτες.
Η δεύτερη παρατήρηση στο σημείο αυτό είναι ότι οι νέοι «δανειστές» ναι μεν αποκτούν αυτό το δικαίωμα από την Τράπεζα της Ελλάδος αλλά δεν βρίσκονται ούτε οφείλουν να πειθαρχούν στους ελέγχους και στα όρια κεφαλαιακής επάρκειας που ισχύουν για το τραπεζικό σύστημα.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι με την νομιμοποίηση των χρηματοπιστωτικών αυτών φορέων νομιμοποιείται και στην Ελλάδα ο «σκιώδης» χρηματοπιστωτικός κλάδος που μπορεί να δανείζει χωρίς να είναι τράπεζα.
Όσον αφορά το καθεστώς ελέγχου και εποπτείας που ισχύει για τις οντότητες αυτές – τρίτη παρατήρηση – μπορεί να πει κανείς ότι αφού δεν χειρίζονται χρήματα καταθετών όπως οι τράπεζες, οι υφιστάμενοι κίνδυνοι για τις «ζημιές» που μπορεί να υπάρξουν, δεν χρειάζονται, αφού αυτές οι ζημιές αφορούν ιδιωτικά κεφάλαια που εξ αρχής έχουν αναλάβει αυτό το ρίσκο.
Αυτό θα μπορούσε να είναι εν μέρη σωστό και εν μέρη λάθος καθώς όταν κάποιος δανείζει κάποιον η ζημιά που μπορεί να προκύψει από την «αποτυχία» αυτής της συναλλαγής δεν αφορά μόνο τους ίδιους συμβαλλόμενους, αλλά και το οικονομικό περιβάλλον μέσα στο οποίο λειτουργούν.
Αν μάλιστα το είδος αυτής της συναλλαγής αφορά μία συστημική κατάσταση μεγάλης έκτασης όπως π.χ. τα κόκκινα δάνεια σε μία οικονομία όπως η ελληνική, τότε οι συνέπειες μιας αστοχίας δεν αφορούν μόνο τους δύο αντισυμβαλλόμενους.
Πρόσφατα η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS) σε μία μελέτη της ασχολήθηκε με το ζήτημα αυτό ευρύτερα και σε διεθνή κλίμακα, δεδομένου ότι και ο κόσμος των «παραγώγων» είναι ένα τέτοιο στοίχημα μεταξύ δύο ή περισσότερων αντισυμβαλλόμενων, μία συναλλαγή “δανεισμού”, με όρους που ορίζονται μεταξύ των δύο αντισυμβαλλόμενων, οι οποίοι δεν οφείλουν πειθαρχία σε κάποιο συνολικά εποπτευόμενο σύστημα, παρά μόνο όσο αφορά την πλευρά της εκκαθάρισης της συναλλαγής.
Τα συμπεράσματά της είναι ιδιαίτερα ανησυχητικά όσον αφορά το εύρος των συνεπειών μιας τέτοιας κλίμακας αστοχίας…
Θα πει κανείς τι σχέση έχει η νομιμοποίηση της δυνατότητας δανεισμού άμεσα ή έμμεσα μεταξύ των ιδιοκτητών των δανείων στην ελληνική πραγματικότητα και των δανειοληπτών τους, με την σχέση που περιγράφεται και αναλύεται στην έρευνα της BIS.
Πράγματι οι διαστάσεις διαφέρουν όσον αφορά το εύρος και την έκταση, αλλά όχι την ουσία, καθώς και εδώ η «συναλλαγή» του δανεισμού δεν πειθαρχεί στους όρους που πρέπει να τηρεί το τραπεζικό σύστημα από την αρχή με το τέλος της συναλλαγής του δανεισμού.
Όταν μάλιστα αυτό δρομολογείται σε μία οικονομία με κάθε άλλο παρά ανεπτυγμένο χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο μέχρι πρόσφατα ήταν και εν μέρη παραμένει, υπό αυστηρή εποπτεία για λόγους αξιοπιστίας, μοιάζει λιγάκι με άλμα σε ένα άλλο …κόσμο αυτή η επέκταση της δυνατότητας δανεισμού. Και μάλιστα με όρους και τρόπους σχετικά «άγνωστους» στους άμεσα εμπλεκόμενους δανειολήπτες, αλλά και στο πιστωτικό σύστημα συνολικά.
Πολύ περισσότερο που ο σχετικός νόμος – παρατήρηση τέταρτη – δεν φαίνεται να εγκαθιδρύει ένα σύστημα επαρκούς εποπτείας αυτής της νέας χρηματοπιστωτικής λειτουργίας, που δρομολογείται και αφορά δανειοληπτικό «αντικείμενο» με μετράται σε δισεκατομμύρια ευρώ.
Ίσως οι ανησυχίες που περιγράφονται να είναι υπερβολικές και ουσιαστικά αστήρικτες.
Αλλά κάποιος από τους νομοθέτες θα πρέπει να το αποδείξει αυτό. Διαφορετικά ο κίνδυνος να προστεθεί άλλη μία συνιστώσα αστάθειας στην ήδη εξαιρετικά ασταθή κατάσταση του χρηματοπιστωτικού περιβάλλοντος είναι μεγάλος σε μία συγκυρία σαν την σημερινή.
Και δεν είναι μακριά αυτοί οι κίνδυνοι από αυτούς που περιγράφει η BIS.