Η νέα ΚΑΠ της ΕΕ για το 2023-2027, αλλά και «εθνικά» ζητήματα, έχουν βγάλει τους αγρότες στον δρόμο από άκρη σε άκρη σε ολόκληρη την Ευρώπη, για να ανακοπεί αυτό που πολλοί διαμαρτυρόμενοι χαρακτηρίζουν ως «θανάσιμο» πλήγμα για τον αγροτικό κόσμο και την παραγωγή τους.
Τα αιτήματα εκτείνονται σε ένα ευρύ φάσμα, περιλαμβάνοντας από την εναντίωση στην αύξηση κόστους σε καύσιμα και αγροτικό εξοπλισμό, έως την μείωση των αγροτικών ενισχύσεων και επιδοτήσεων και τις φτηνές εισαγωγές προϊόντων από τρίτες χώρες, σε σημείο που οι Ευρωπαίοι παραγωγοί καταγγέλλουν πως εγκαταλείπονται «στην μοίρα τους», και μάλιστα σε μία περίοδο έντονης διεθνούς οικονομικής αβεβαιότητας και κλιματικής μεταβλητότητας.
Οι παραγωγοί ισχυρίζονται πως ορισμένες από τις «πράσινες» πλευρές της αγροτικής πολιτικής της ΕΕ, που απορρέουν μέσα από την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, όπως η απαίτηση να αφήσουν το 4% της γεωργικής γης σε αγρανάπαυση, θέτουν τεράστια εμπόδια στην δουλειά τους, εκτοξεύοντας τα κόστη με δυσβάσταχτες απαιτήσεις.
Η εφαρμογή των όρων της ΚΑΠ από τα κράτη μέλη ανοίγει επιμέρους μέτωπα των αγροτών με τις κυβερνήσεις τους. Για παράδειγμα, στην Ολλανδία, με αφορμή παλαιότερη δικαστική απόφαση για περιορισμό των εκπομπών αζώτου η κυβέρνηση προκαλεί αντιδράσεις επιχειρώντας να κλείσει φάρμες και να μειώσει τον αριθμό των ζώων σε αυτές, όπως αντίστοιχες εξελίξεις λαμβάνουν χώρα και στο γειτονικό Βέλγιο.
Στην Ιρλανδία, εκείνοι που θίγονται κυρίως από τον περιορισμό των εκπομπών αζώτου είναι οι παραγωγοί γάλακτος, ωθώντας τους σε κινητοποιήσεις. Στην Γαλλία, οι αγρότες διαμαρτύρονται, μεταξύ άλλων, για την απαγόρευση των φυτοφαρμάκων, ενώ στην Ισπανία για τον περιορισμό των ποσοτήτων νερού που μπορούν να αντλήσουν από τα ποτάμια της χώρας, τα οποία έχουν πληγεί από την ξηρασία.
Στην Γερμανία, οι παραγωγοί διαμαρτύρονται ενάντια στην μείωση των επιδοτήσεων για το ντίζελ στα τρακτέρ και στην αύξηση της φορολογίας. Τα κυβερνητικά μέτρα σχεδιάζουν να εξοικονομήσουν 900 εκατ. ευρώ ετησίως, ενώ θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μείωση κατά 5% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της παραγωγής.
Στην Ελλάδα, οι αγρότες διαμαρτύρονται και εξαιτίας του ότι νοιώθουν έκθετοι στις κλιματικές καταστροφές χωρίς να λαμβάνουν επαρκείς αποζημιώσεις.
Γενικά, τα σημεία τριβής της νέας ΚΑΠ με τους Ευρωπαίους αγρότες είναι:
- Αύξηση κόστους παραγωγής: Ενώ η ΚΑΠ δεν εξαλείφει πλήρως τις οικονομικές ενισχύσεις στους αγρότες, τις περιορίζει σημαντικά κάνοντας δύσκολο να αντισταθμιστούν τα αυξανόμενα βάρη της παραγωγής σε υλικά και εξοπλισμό.
- Ανταγωνισμός από τρίτες χώρες: Οι αγρότες της ΕΕ διαμαρτύρονται για το γεγονός πως η ΚΑΠ δεν περιλαμβάνει μέτρα για την προστασία τους από τις εισαγωγές φθηνών αγροτικών προϊόντων από άλλες χώρες, προκαλώντας πιέσεις στις τιμές που οι ίδιοι εισπράττουν.
- Πολιτική της ΕΕ για τη βιώσιμη γεωργία: Οι στόχοι της ΕΕ για βελτίωση της βιωσιμότητας της αγροτικής παραγωγής καταγγέλλονται από τους αγρότες ως υπερβολικά απαιτητικοί καθώς οδηγούν σε υψηλά κόστη και απαγορεύσεις, καθιστώντας πρακτικά αδύνατο για τους ίδιους να τους «ακολουθήσουν».
- Γραφειοκρατία: Τέλος, ένα άλλο ζήτημα το οποίο επισημαίνουν οι αγρότες είναι πως η ΚΑΠ είναι πολύ δύσκολο να εφαρμοσθεί απαιτώντας χρονοβόρες διαδικασίες ελέγχων και πιστοποιήσεων που «εκτροχιάζει» από τα χρονοδιαγράμματα των καλλιεργειών.
Ο πληθωρισμός των τροφίμων και οι εισαγωγές
Η άνοδος των τιμών των τροφίμων στο πλαίσιο της πληθωριστικής κρίσης πυροδοτείται επιπλέον από τις κατά τόπους καταστροφές της αγροτικής παραγωγής λόγω των κλιματικών συνθηκών.
Οι πλημμύρες και ο παγετός σε περιοχές της Κεντρικής Ευρώπης έχουν καθυστερήσει κατά πολύ την σπορά σε χειμωνιάτικες καλλιέργειες. Το Reuters εκτιμά πως 5 εκατ. στρέμματα σε Γαλλία και Γερμανία κινδυνεύουν να μείνουν χωρίς σπορά. Η «λύση» είναι μόνο ή να γίνει επανασπορά με διπλασιασμό του κόστους σποράς ή να καλλιεργηθούν την άνοιξη με μικρής απόδοσης καλλιέργειες, και αυτό αν και εφόσον το επιτρέψει ο καιρός.
Ως αποτέλεσμα, και το αγροτικό εισόδημα «ροκανίζεται» και η μείωση της προσφοράς ωθεί προς τα πάνω τις τιμές.
Οι κυβερνήσεις μπροστά στον κίνδυνο της διατροφικής πληθωριστικής κρίσης «απαντούν» με μέτρα περιορισμού των τιμών, ενώ ενισχύονται οι εισαγωγές φθηνότερων προϊόντων από τρίτες χώρες.
Συγκεκριμένα, πραγματοποιούνται μεγάλες εισαγωγές από την Ουκρανία, για τις οποίες η ΕΕ έχει ακυρώσει τους δασμούς μετά την έναρξη του πολέμου με την Ρωσία, ενώ διεξάγονται διαπραγματεύσεις για τη σύναψη εμπορικής συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της νοτιοαμερικανικής ζώνης ελεύθερου εμπορίου Mercosur, προκαλώντας δυσαρέσκεια για τον αθέμιτο ανταγωνισμό στη ζάχαρη, τα σιτηρά και το κρέας, την στιγμή που τα «ξένα» προϊόντα δεν παράγονται με τα αυστηρά περιβαλλοντικά πρότυπα που επιβάλλονται στους αγρότες της ΕΕ.
Μπροστά σε αυτές τις συνθήκες, οι Ευρωπαίοι παραγωγοί υποστηρίζουν πως εγκαταλείπονται μόνοι τους να καλύψουν το αυξανόμενο κόστος παραγωγής, καθώς παρατηρείται άνοδος των τιμών στα λιπάσματα, στα καύσιμα, και στον αγροτικό εξοπλισμό, ο εκσυγχρονισμός του οποίου απαιτεί τεράστιες οικονομικές θυσίες. Οι κλιματικές απειλές δε, απαιτούν ολοένα μεγαλύτερες επενδύσεις για την προστασία των καλλιεργειών.
Στο πρόβλημα προστίθεται και η κερδοσκοπία των μεσαζόντων οι οποίοι αγοράζουν τα προϊόντα σε χαμηλές τιμές από τους παραγωγούς και τα πωλούν σε υψηλότερες, με αποτέλεσμα να επωφελούνται σε βάρος τους, ενώ οι διακυμάνσεις που προκαλούνται από τα «παιχνίδια» των κερδοσκόπων οδηγούν σε ραγδαίες πτώσεις του αγροτικού εισοδήματος, αλλοιώνουν την καταναλωτική ζήτηση, και κάνουν αδύνατο για τους αγρότες να προγραμματίσουν τις καλλιέργειες της επόμενης σεζόν.
Αναλυτές ανησυχούν πως σε αυτό το πλαίσιο υπάρχει ο κίνδυνος πολλοί αγρότες να εγκαταλείψουν εντελώς το επάγγελμα, οδηγώντας σε περαιτέρω κρίση την αγροτική παραγωγή.
Επ’ αυτού, μελέτη του Colorado Boulder University προβλέπει ότι ο αριθμός των αγροκτημάτων παγκοσμίως θα μειωθεί από τα 616 εκατομμύρια το 2020 στα 272 εκατομμύρια το 2100, επικαλούμενη μία σειρά από παράγοντες.