Οικονομία

Ευρωζώνη – Ελλάδα 2024: Χρέος και ύφεση είναι το κεντρικό ζήτημα της οικονομίας

Στην διάρκεια της νέας χιλιετίας, δηλαδή σε κάτι λιγότερο από 25 χρόνια, είναι αξιοσημείωτο ότι ήδη έχουμε ζήσει τρείς φορές «ύφεση».

Και κατά πως φαίνεται έχουμε ήδη αρχίσει να διασχίζουμε το μονοπάτι αυτό για τέταρτη φορά στην σειρά.

Η χιλιετία άρχισε με την ύφεση του 2000 – 2002, ακολούθησε η μεγάλη ύφεση σαν συνέπεια της κρίσης του 2007 – 2008, για να ακολουθήσει η ύφεση λόγω της πανδημίας το 2020.

Σήμερα, η Ευρώπη κάνει και πάλι τα πρώτα της βήματα στο ίδιο μονοπάτι, με τις ΗΠΑ να… αναβάλουν διαρκώς την δική τους είσοδο σ’ αυτή, αλλά με την πλειοψηφία των οικονομολόγων να προβληματίζονται για το πόσο αυτή ακόμα μπορεί να καθυστερήσει την εμφάνισή της σε αμερικάνικο έδαφος παρά τις προεδρικές εκλογές του Νοέμβρη.

Οι βασικοί λόγοι αυτής της γενικευμένης εκτίμησης – αλλά και πραγματικότητας – έχει να κάνει κατά κύριο λόγο με το γεγονός ότι οι Κεντρικές Τράπεζες με αφορμή την αντιπληθωριστική τους στροφή, έχουν διακηρύξει «στροφή» στην πολιτική της νομισματικής «σύσφιξης».

Οι απότομες αυξήσεις επιτοκίων και η σταδιακή απόσυρση της ρευστότητας με την οποία τροφοδότησαν τις οικονομίες τους στην διάρκεια της Πανδημίας για να αποφευχθεί η κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, είναι ο βασικός λόγος της εκτίμησης για την είσοδο των οικονομιών στην ύφεση.

Ήδη βέβαια έχουν εξαγγείλει την αναστολή των αυξήσεων του κόστους του χρήματος (αύξηση επιτοκίων) λόγω διολίσθησης του πληθωρισμού. Αλλά παρ’ όλα αυτά η διατήρηση των επιτοκίων στα σημερινά πλαίσια είναι επαρκής λόγος οικονομικής επιβράδυνσης και κάμψης της οικονομικής δραστηριότητας.

Και αυτό γιατί την περίοδο των χαμηλών έως και μηδενικών επιτοκίων (μετά την κρίση του 2008) επιχειρήσεις και χώρες αναχρηματοδότησαν ή και διεύρυναν τον ήδη υπάρχοντα δανεισμό τους σε πρωτοφανή επίπεδα με σχεδόν μηδενικό επιτόκιο, συρρικνώνοντας το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους τους.

Αυτή η κατάσταση έχει ανατραπεί με την βίαιη αύξηση των επιτοκίων σε ελάχιστο χρόνο (12 – 14 μήνες), πράγμα που σημαίνει ότι το χρέος που έχει συναφθεί με μηδενικά επιτόκια, όταν λήγει πρέπει να αναχρηματοδοτηθεί με επιτόκια που ξεπερνούν τις δυνατότητες των δανειοληπτών. Σε πολλές περιπτώσεις αυτό είναι οικονομικά αδύνατο.

Αυτή η «αδυναμία» ισοδυναμεί με «χρεοκοπία» στον ένα ή τον άλλο βαθμό, όταν οι επενδύσεις που έχουν χρηματοδοτηθεί με το «δάνειο» έχουν αποδόσεις κεφαλαίου μικρότερες του κόστους εξυπηρέτησης του δανείου…

Αν σ’ αυτή την διαδικασία προσθέσει κανείς και το άλλο σκέλος της νομισματικής πολιτικής, δηλαδή την απόσυρση της τεράστιας ρευστότητας που έχουν παράσχει στο σύστημα τα τελευταία χρόνια οι κεντρικές τράπεζες, γίνεται φανερό ότι τόσο σε επίπεδο χωρών όσο και σε επίπεδο επιχειρήσεων ή νοικοκυριών, οι συνέπειες είναι …ζοφερές, σε όλες εκείνες τις περιοχές δανειοληπτών που δεν μπορούν να ανταποκριθούν.

Και εδώ δεν αναφερόμαστε μόνο σε εκείνες τις επιχειρήσεις που έχουν χαρακτηριστεί ως «ζόμπι» εξαιτίας του γεγονότος ότι θα είχαν ήδη κλείσει αν δεν είχε υπάρξει η προηγούμενη περίοδος της «τζάμπα», ρευστότητας.

Οι συνέπειες αφορούν και μεγάλο μέρος πλέον των επιχειρήσεων που λειτουργούσαν με κερδοφορία που ήταν επαρκής για μηδενικά επιτόκια, αλλά όχι για κόστος εξυπηρέτησης χρέους στα σημερινά επίπεδα. Ανάλογη είναι η κατάσταση και στα νοικοκυριά.

Και οι δύο αυτές κατηγορίες άλλωστε υφίστανται ταυτόχρονα τις συνέπειες από τον αυξημένο πληθωρισμό, που έχει σταθεροποιήσει σε πολύ υψηλότερα επίπεδα το κόστος ανεφοδιασμού, αλλά και τις συνέπειες από τις διεθνείς γεωπολιτικές αναταράξεις.

Βέβαια οι πολύ μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι εκμεταλλεύτηκαν το μηδενικό κόστος δανεισμού της προηγούμενης περιόδου για να μετακυλήσουν την αποπληρωμή του χρέους τους μακροπρόθεσμα και να ελαφρύνουν έτσι τις άμεσες υποχρεώσεις τους από την απότομη αύξηση των επιτοκίων. Αλλά αυτό αφορά μόνο τους μεγάλους έως και πολύ μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους.

Με άλλα λόγια το «χρέος» και η εξυπηρέτησή του σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα (επιχειρήσεις και νοικοκυριά), έχει αναδειχθεί σε μείζον οικονομικό πρόβλημα λόγω της απότομης αύξησης των επιτοκίων και της διατήρησης του στα επίπεδα αυτά, με ταυτόχρονη συρρίκνωση της διαθέσιμης ρευστότητας.

Τα «επεισόδια» που αφορούν στις συνέπειες αυτής της ανατροπής στην οικονομία σαν σύνολο, έχουν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται στον ορίζοντα το 2022 στην Μ. Βρετανία με την κρίση των ομολόγων και της λίρας που υποχρέωσε την Κεντρική της Τράπεζα να αναστρέψει άρον – άρον την νομισματική της πολιτική, περνώντας και μέσα από μία κυβερνητική κρίση με την πτώση της κυβέρνησης Τράς.

Ένα δεύτερο – ακόμα σε εξέλιξη – τέτοιο επεισόδιο είχαμε στις ΗΠΑ και την Ελβετία, με την χρεοκοπία τριών τραπεζών λόγω και πάλι των επιπτώσεων της αύξησης των επιτοκίων.

Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι το «κόστος» αυτής της κρίσης στις ΗΠΑ τον περασμένο Μάρτιο περίπου μισό τρις δολάρια, είναι σχεδόν ίσο με εκείνο της κατάρρευσης της Lehman Brothers, Freddy May και Freddie Mac το 2008 – 2009.

Ακόμα και σήμερα την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές η Fed είναι υποχρεωμένη να κρατάει σε ισχύ ένα έκτακτο εργαλείο διάσωσης των τραπεζών αυτής της κατηγορίας απασχολώντας περί τα 110 δις δολάρια.

Και κανείς δεν διακινδυνεύει εκτιμήσεις για το αν τον προσεχή Μάρτιο, που λήγει η διάρκεια αυτού του αντισυμβατικού εργαλείου έκτακτης χρηματοδότησης, θα μπορέσει η Fed να το αποσύρει.

Για να μην ξεχνάμε επίσης, σε ευρωπαϊκό έδαφος το ανάλογο «επεισόδιο» αφορούσε στην κατάρρευση του τραπεζικού κολοσσού Credit Suisse, που με παρέμβαση της Κεντρικής Τράπεζας της Ελβετίας υποχρεώθηκε να απορροφήσει η UBS (με το αζημίωτο βέβαια), για να αποφευχθεί διάχυση της χρεοκοπίας.

Με άλλα λόγια για να ολοκληρώσουμε εδώ αυτή την σύντομη αναφορά στις αιτίες της ύφεσης και των συνεπειών της στο χρέος κρατών και επιχειρήσεων, εύκολα διαπιστώνουμε ότι το πως θα αντιδράσουν από δω και πέρα οι Κεντρικές Τράπεζες θα είναι καθοριστικό. Όχι για το αν θα έχουμε ύφεση, αλλά για το κατά πόσο οι οικονομίες θα είναι σε θέση να «αντέξουν» τις συνέπειές της.

Και για να είμαστε περισσότερο ακριβείς όχι μόνο οι οικονομίες αλλά και οι κυβερνήσεις που θα πρέπει να διαχειριστούν την κατάσταση αυτή.

  • Τα Οικονοκλαστικά θέλοντας να ακούσουν τον αντίλογο στα όσα δημοσιεύονται στην στήλη αυτή, βάζει στην διάθεση των αναγνωστών μια ηλεκτρονική διεύθυνση για σχόλια : oikonoklastika@gmail.com.
    Τα σχόλια για προφανείς λόγους θα πρέπει να είναι σύντομα

Οικονομία
Ακολουθήστε το Νewsit.gr στο Google News και ενημερωθείτε πρώτοι για όλη την ειδησεογραφία και τα τελευταία νέα της ημέρας
Οικονομία: Περισσότερα άρθρα