Μία θετική και μία αρνητική πρωτιά κατακτά η Ελλάδα λόγω του δημόσιου χρέους της, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat για την περιοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης.
Η Ελλάδα στο τέλος του τρίτου τριμήνου του 2023 είχε για άλλη μία φορά την υψηλότερη αναλογία χρέους προς ΑΕΠ σε όλη την περιοχή, ανερχόμενη σε ποσοστό 165,5% και μακράν της δεύτερης.
Στον αντίποδα, σε ετήσια βάση η χώρα μας καταλαμβάνει την πρώτη θέση στην ταχύτητα απομείωσης του χρέους προς το ΑΕΠ, καθώς στο τρίτο τρίμηνο αποκλιμάκωσε τον δείκτη κατά 12 ολόκληρες ποσοστιαίες μονάδες, ακολουθούμενη από την Πορτογαλία με 10,9 ποσοστιαίες μονάδες, και την Κύπρο με 10,3 ποσοστιαίες μονάδες.
Το αντίστοιχο ποσοστό από τρίμηνο σε τρίμηνο για την ελληνική οικονομία ανέρχεται σε 1,6%.
Σημειώνεται πως για το ίδιο διάστημα του τρίτου τριμήνου 2022, ήταν καλύτερη η εικόνα και στους ευρωπαϊκούς δείκτες χρέους. Στην Ευρωζώνη, το ποσοστό ανήλθε σε 89,9%, μειωμένο από το 92,2% του τρίτου τριμήνου του 2022 ενώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαμορφώθηκε σε 82,6% από 84,6% επί του ΑΕΠ το ίδιο διάστημα του προηγούμενου έτους.
Όσον αφορά στις χώρες εκτός της Ελλάδας με υψηλά ποσοστά χρέους αυτές ήταν η Ιταλία (140,6%), η Γαλλία (111,9%), η Ισπανία (109,8%), το Βέλγιο (108,0%) και η Πορτογαλία (107,5%), ενώ τα χαμηλότερα είχαν η Εσθονία (18,2%), η Βουλγαρία (21,0%), το Λουξεμβούργο (25,7%), η Σουηδία (29,7%) και η Δανία (30,1%).
Επισημαίνεται ακόμα πως η Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία κατά την δημοσίευση των προσωρινών στοιχείων για τους τριμηνιαίους μη χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς κατέγραψε αύξηση χρέους σε απόλυτους όρους στο τρίτο τρίμηνο του 2023, στα 360,171 δισ. ευρώ από 357,84 δισ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2022.
Η μείωση του χρέους ως ποσοστό ΑΕΠ είναι μία καλοδεχούμενη, αν και γνωστή, εξέλιξη, η οποία εδράζεται κυρίως στην αύξηση του ΑΕΠ. Η ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών, ωστόσο, γνωρίζει πως το 2024 μπορεί και πρέπει να είναι η χρονιά μείωσης του χρέους και σε απόλυτους όρους, ως ένα έξτρα πλαίσιο ασφαλείας για την βιωσιμότητα του, καθώς το μέγεθος του εξακολουθεί να προβληματίζει.
Σε αυτή την κατεύθυνση πραγματοποιήθηκαν το 2023 οι πρόωρες αποπληρωμές δανείων, ενώ ο ΟΔΔΗΧ έχει καταρτίσει ένα λελογισμένο πρόγραμμα δημοσίου δανεισμού για φέτος, με στόχο την άντληση 10 δισ. ευρώ. Πολλά ποντάρει το ΥΠΕΘΟ και στην υλοποίηση των σχεδίων που έχει ήδη εφαρμόσει όπως η πάταξη της φοροδιαφυγής, με τις 11 διαφορετικές πρωτοβουλίες που έχουν αναληφθεί.
Το οικονομικό επιτελείο γνωρίζει καλά πως για να επιτευχθεί ο στόχος του να φθάσει το χρέος στο 152,3% εντός του 2023, θα πρέπει να «πιαστούν» οι στόχοι για πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% και ανάπτυξη 2,9%, ενώ είναι σημαντικό να μην προκύψουν έκτακτες συνθήκες όσον αφορά το κόστος δανεισμού, όπως μία πιθανή εκτίναξη αποδόσεων και spreads.
Τα «όπλα» τα οποία, ωστόσο, έχει στη φαρέτρα του το ΥΠΕΘΟ, είναι δύο και εξίσου σημαντικά:
- Αφενός, το ότι η ελληνική οικονομία «πρόλαβε» εντός του 2023 να αποσπάσει την αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας, με προσδοκία για περαιτέρω αναβαθμίσεις εντός του έτους (από την DBRS στις 8 Μαρτίου και στις 6 Σεπτεμβρίου και από την S&P στις 19 Απριλίου και στις 18 Οκτωβρίου)
- Αφετέρου, το 2024 «κληρονομεί» από το 2023 ένα ισχυρό αναπτυξιακό μομέντουμ το οποίο προσφέρει ένα αίσθημα ασφάλειας, αλλά και ευθύνης, έναντι των εξωτερικών κινδύνων. Όπως επεσήμανε η ΕΛΣΤΑΤ την Δευτέρα 22 Ιανουαρίου, το –τόσο πολύτιμο για ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις και μείωση του χρέους- πρωτογενές πλεόνασμα, κατά το τρίτο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, ανήλθε στα 3,319 δισ. ευρώ από 2,783 δισ. ευρώ που ήταν στο β’ τρίμηνο (και μόλις 138 εκατ. ευρώ το 2022), με ενισχυμένα έσοδα (27,038 δισ. ευρώ έναντι 26,932 δισ. ευρώ το 2022) και μειωμένες πρωτογενείς δαπάνες (23,719 δισ. ευρώ από 26,794 δισ. ευρώ το 2022)