Αυτός ο αστεϊσμός φίλου, σε χθεσινή κουβέντα για την κρίση της ευρωπαϊκής αυτοκινητοβιομηχανίας, θα μπορούσε να είναι και το πιο σύντομο ειρωνικό ανέκδοτο, αν δεν έκρυβε ένα εξαιρετικά σημαντικό κίνδυνο. Αλλά η ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία αποτελεί την ραχοκοκαλιά των ευρωπαϊκών εξαγωγών της τελευταίας 25ετίας.
Τα στοιχεία που βλέπουν το φως της δημοσιότητας καθημερινά σκιαγραφούν ένα επερχόμενο βίαιο σοκ στην βιομηχανική καρδιά της Ευρωζώνης.
Τόσο οι γερμανικές φίρμες Volkswagen, Mercedes, ΒΜW, όσο και η ιταλογαλλική σύμπραξη Stellantis (με επικεφαλής την πάλαι ποτέ Fiat), «βλέπουν» εκατοντάδες χιλιάδες αυτοκίνητα που παράγονται να παραμένουν στα γήπεδα αποθήκευσης απούλητα.
Οι συνακόλουθες ανακοινώσεις για επερχόμενη μείωση της παραγωγής και της απασχόλησης, έχουν ακουστεί ακόμα και εκεί που η σύμβαση εργασίας ισοδυναμούσε εδώ και δεκαετίες με «μόνιμη δουλειά», όπως στο εργοστάσιο του Volksburg στην Γερμανία.
Όλες σχεδόν οι εταιρείες παραγωγής, έχουν ανακοινώσει «προειδοποιήσεις κερδών» (δηλαδή ανακοίνωση ανησυχίας για την επίτευξη προβλεπόμενων στόχων κέρδους), ενώ παράλληλα δημοσιοποιούν, ακόμα και η σκανδιναβική Volvo (κινεζικής συμμετοχής), αναθεωρήσεις στόχων με επιβράδυνση παραγωγής ιδιαίτερα στα αμιγώς ηλεκτρικά μοντέλα. Στην Ιταλία ήδη έχει αρχίσει να κυριαρχεί η «άποψη» για αναβολή του στόχου της πράσινης μετάβασης στην πλήρη ηλεκτροκίνηση, ενώ στην Γερμανία και την Γαλλία, ανάλογες συζητήσεις προκαλούν νέα ρήγματα στους κυβερνητικούς σχηματισμούς.
Η «πτώση» αποδίδεται σε δύο βασικούς λόγους, την προβληματική (βιαστική την αποκαλούν) διαδικασία στην πράσινη μετάβαση, στο υψηλό κόστος και βέβαια στους εμπορικούς πολέμους που έχουν επαναφέρει τους εθνικούς δασμούς σε επίπεδα που απομακρύνουν την ευχέρεια διακίνησης των προϊόντων μεταξύ των παραγωγών και καταναλωτών.
Για την Ευρωζώνη η κατάσταση πλέον οδηγεί ανοικτά όχι μόνο σε επιβράδυνση της παραγωγής, αλλά και σε αλυσιδωτές αντιδράσεις σ’ ολόκληρο σχεδόν το εύρος της εσωτερικής κοινής αγοράς. Αυτό γιατί η ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην διασυνοριακή διασύνδεση της παραγωγής.
Για παράδειγμα, η βασικότερη παραγωγική ισχύς της βόρειας Ιταλίας σχετίζεται με την τροφοδοσία εξαρτημάτων στην γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία. Μια ισχυρή επιβράδυνση της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας οδηγεί σε συρρίκνωση στην ιταλική βιομηχανία και πάει λέγοντας, καθώς αυτό επηρεάζει την απασχόληση και αυτή με την σειρά της κατανάλωση, κ.λ.π. Για να μη μιλήσουμε για τις «επιπλοκές» που αυτό προκαλεί στις σχέσεις μεταξύ των χωρών μελών και την αντανάκλασή τους στα κοινοτικά θεσμικά όργανα όπως η Κομισιόν, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, η ΕΚΤ, κ.λ.π.
Κάποιοι ήδη μιλούν για την «τέλεια καταιγίδα» στην Ευρωζώνη καθώς μία κρίση τέτοιου μεγέθους με διασυνδέσεις σχεδόν σε όλα τα επίπεδα της παραγωγικής και χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας στην οικονομική καρδιά της Ε.Ε. επηρεάζει με την σειρά της άμεσα δύο εξαιρετικά ευπαθή σημεία της ευρω-οικονομίας, την αγορά ακινήτων και το τραπεζικό σύστημα.
Με άλλα λόγια επηρεάζει το ιδιωτικό και κατά συνέπεια δημόσιο χρέος.
Χαρακτηριστικό είναι ότι ακόμα και στην πρόσφατα δημοσιευμένη Έκθεση Ντράγκι υπήρχαν σαφείς προειδοποιήσεις για το «χτύπημα» αυτό, καθώς η αυτοκινητοβιομηχανία ήταν μεταπολεμικά και ιδιαίτερα τα τελευταία 20 – 25 χρόνια, το οικονομικό ατού της Ευρωζώνης, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.
Ιδιαίτερα όμως ο συσχετισμός της κρίσης αυτής με το τραπεζικό σύστημα, εμφανίζεται ιδιαίτερα σημαντικός καθώς η ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία «σχετίζεται» με το τραπεζικό σύστημα τόσο από την πλευρά της παραγωγής, όσο και αυτή – κυρίως – της κατανάλωσης.
Με την διαφορά ότι αυτή η συσχέτιση της κρίσης της αυτοκινητοβιομηχανίας με το τραπεζικό σύστημα αναπτύσσεται σε μία όχι ιδιαίτερα καλή στιγμή για το τραπεζικό ευρωσύστημα.
Οι παράγοντες κινδύνου που επηρεάζουν ήδη το τραπεζικό σύστημα περιλαμβάνουν σημαντικά προβλήματα σε πολλούς τομείς.
Τομείς όπως τα εμπορικά ακίνητα, στους αυξανόμενους κινδύνους στο καταναλωτικό χρέος (που ήδη πλησιάζει επίπεδα του 2007), τους διαμεσολαβημένους (σύνθετους) μακροπρόθεσμους τίτλους χρέους, αλλά και τους ανεξέλεγκτους όγκους εξω-χρηματιστηριακών παραγώγων και τον σκιώδη τραπεζικό δανεισμό υψηλού κινδύνου που διαπιστώνεται ότι έχει εκτιναχθεί σε πρωτοφανή ύψη από τα μέσα του 2023.
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον αστάθειας της χρηματαγοράς είναι που έρχεται η κρίση της αυτοκινητοβιομηχανίας, δηλαδή της πλέον ισχυρής μέχρι σήμερα παραγωγικής «μηχανής».
Και αυτό δεν είναι καθόλου καλό νέο.