Το νέο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) κρατάει πιο μικρό καλάθι για τις επενδύσεις που θα χρειαστούν στην Ελλάδα ως το 2030, στα πλαίσια της ενεργειακής μετάβασης.
Από τα 270 δισ. ευρώ που υπολογίζονταν προηγουμένως για το υπόλοιπο της δεκαετίας που διανύουμε, το νούμερο αναθεωρήθηκε στα 94 δισ. ευρώ προκειμένου να διατηρηθεί όσο το δυνατόν πιο χαμηλά το κόστος για τους πολίτες.
Εντούτοις, εξακολουθεί να είναι ένα υψηλό ποσό και αξίζει να δούμε πως ακριβώς θα επιμεριστεί στους επιμέρους τομείς.
Όπως βλέπουμε στο ακόλουθο διάγραμμα, τη μερίδα του λέοντος θα λάβουν οι μεταφορές, ενώ ακολουθεί ο οικιακός τομέας και η ηλεκτροπαραγωγή.
Το ΕΣΕΚ αναφέρει σχετικά ότι η πλειονότητα των επενδύσεων (69%) θα απαιτηθούν για την υιοθέτηση σημαντικών αναβαθμίσεων ενεργειακής απόδοσης σε όλους τους τομείς τελικής χρήσης ύψους 65,3 δισ. ευρώ. Για τη διάδοση των τεχνολογιών ΑΠΕ και των εναλλακτικών καυσίμων στον τομέα της ενέργειας, της επέκτασης και ενίσχυσης των δικτύων καθώς και των σταθμών αποθήκευσης οι συνολικές επενδύσεις που θα πρέπει να πραγματοποιηθούν ανέρχονται σε 28.8 δισ. ευρώ για την ίδια περίοδο.
Η επίτευξη της βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης απαιτεί σημαντική αύξηση των δαπανών των νοικοκυριών σε επενδύσεις για την ενεργειακή αναβάθμιση των κατοικιών και κυριότερα για την αναβάθμιση των συστημάτων θέρμανσης, ψύξης συνολικού ύψους 13.5 δισ. ευρώ.
Για την υλοποίηση των επενδύσεων κρίνεται απαραίτητη η εφαρμογή προγράμματος επιδοτήσεων σε ευάλωτα νοικοκυριά και νοικοκυριά χαμηλού εισοδηματικού επιπέδου με υψηλές ενεργειακές δαπάνες, για την ενεργειακή αναβάθμιση του κελύφους καθώς και την αντικατάσταση συστημάτων θέρμανσης ψύξης και ζεστού νερού χρήσης.
Επιδοτήσεις θα απαιτηθούν σε μικρότερη κλίμακα και σε άλλους τομείς, όπως οι μικρές επιχειρήσεις και οι καινοτόμες πράσινες επενδύσεις. Στον τριτογενή τομέα, οι συνολικές επενδύσεις βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης που θα πρέπει να υλοποιηθούν εκτιμώνται ίσες με 2,5 δισ. ευρώ. Στον βιομηχανικό τομέα, 1,7 δισ. ευρώ συνολικές επενδύσεις αναμένεται να πραγματοποιηθούν σε δράσεις εξοικονόμησης ενέργειας.
Στις μεταφορές, το μεγαλύτερο μέρος των επενδύσεων, ύψους 44 δισ. ευρώ θα υλοποιηθεί στον τομέα των οδικών μεταφορών τόσο επιβατικών όσο και εμπορευματικών, εκ των οποίων 12,6 δισ. ευρώ θα δαπανηθούν για τις ανάγκες της ηλεκτροκίνησης.
Παράλληλα θα επεκταθούν οι υποδομές φόρτισης στις οδικές μεταφορές (με τις συνολικές δαπάνες να εκτιμώνται σε 549 εκατ. ευρώ), η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος για τα ελλιμενισμένα πλοία (cold ironing) και θα επεκταθεί η ηλεκτροκίνηση των τραίνων. Στον τομέα των βαρέων οχημάτων και των πλοίων, θα επιδιωχθεί η διείσδυση του LNG ως μεταβατικού καυσίμου καθώς και του bioLNG.
Ο υπόλοιπος τομέας παραγωγής ενέργειας, περιλαμβανομένων των υποδομών, θα χρειαστεί χαμηλότερη δημόσια επενδυτική στήριξή, καθώς οι επενδύσεις ενεργειακής μετάβασης υλοποιούνται σε ανταγωνιστικό κόστος έναντι των ορυκτών καυσίμων όπως στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ.
H κρατική στήριξη σε αυτούς τους τομείς αναμένεται να ενισχύσει την επιχειρηματικότητα και να διευκολύνει τη χρηματοδότηση και τη μόχλευση επενδύσεων ιδιαίτερα σε καινοτόμες και λιγότερο ώριμες τεχνολογίες. Λόγω της στοχαστικότητας των ΑΠΕ, θα αναπτυχθούν περαιτέρω συστήματα αποθήκευσης ενέργειας (μπαταρίες, αντλησιοταμιευτικά) με συνολικού κόστος επενδύσεων 3,6 δισ. ευρώ και θα επεκταθούν τα δίκτυα μεταφοράς και διανομής ηλεκτρισμού ώστε να καταστεί δυνατή η σύνδεση των νέων ΑΠΕ.
Η εγκατάσταση έξυπνων μετρητών σε όλους τους καταναλωτές ηλεκτρισμού ώστε να καθίσταται δυνατή η απόκριση ζήτησης επίσης αναμένεται να ολοκληρωθεί την περίοδο 2025-2030. To συνολικό κόστος επενδύσεων σε δίκτυα ηλεκτρισμού εκτιμάται ίσο με 9,9 δισ. ευρώ.
Για τον τομέα των εναλλακτικών και κλιματικά ουδέτερων υγρών και αέριων καυσίμων για την περίοδο 2025-2030 αναμένονται συνολικές επενδύσεις ύψους 760 εκατ. ευρώ και θα περιλαμβάνουν τη παραγωγή βιομεθανίου, την πρώτη παραγωγή προηγμένων υγρών βιοκαυσίμων για τον τομέα των μεταφορών καθώς και την εγκατάσταση των πρώτων εμπορικών μονάδων παραγωγής πράσινου υδρογόνου, κυρίως για παραγωγή ανανεώσιμων συνθετικών καυσίμων στα διυλιστήρια (συνθετική κηροζίνη, συνθετική μεθανόλη).
Τέλος, στη βιομηχανία, στους τομείς που δεν έχουν εναλλακτική λύση (τσιμεντοβιομηχανία, διυλιστήρια) θα προχωρήσουν τα προγράμματα δέσμευσης και αποθήκευσης ή χρήσης CO2 με το συνολικό κόστος επενδύσεων να ανέρχεται σε 1 δισ. ευρώ μέχρι το έτος 2030.
Οι επενδύσεις για αποθήκευση CO2, εκτιμώνται σε 1,2 δισ. ευρώ και προβλέπονται να υλοποιούνται στα υποθαλάσσια εξαντλημένα κοιτάσματα πετρελαίου του Πρίνου ή σε άλλους γεωλογικούς σχηματισμούς γειτονικών χωρών.