Παγκόσμια ανησυχία για ενδεχόμενη κλιμάκωση σε όλη τη Μέση Ανατολή και ευρύτερα, φέρνει η σύγκρουση Ιράν-Ισραήλ που χτύπησε «κόκκινο» μέσα στο Σαββατοκύριακο, βάζοντας ωστόσο στο επίκεντρο και ένα άλλο «μέτωπο», αυτό της ακρίβειας και των υψηλών τιμών των προϊόντων.
Και τούτο, διότι η ένταση έρχεται σε μία στιγμή, όπου η «σκιά» του πληθωρισμού έχει αρχίσει να κάνει ξανά την εμφάνιση της, με την Ελλάδα ακόμα να δίνει «μάχη» με την ακρίβεια και τις διογκωμένες τιμές, ιδιαίτερα στα τρόφιμα.
Άλλωστε, η τελευταία ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ έδειξε επιτάχυνση του ρυθμού του πληθωρισμού για τον μήνα Μάρτιο, στο 3,2% από 2,9% τον προηγούμενο μήνα, σε συνθήκες μάλιστα επιβράδυνσης στην Ευρωζώνη. Οι αυξήσεις στα τρόφιμα δε, συνεχίστηκαν για άλλον ένα μήνα με ρυθμό 5,3%.
Αυτό, λοιπόν, το οποίο τραβά την προσοχή του οικονομικού επιτελείου, αλλά και όλων των κυβερνήσεων διεθνώς, είναι το ενδεχόμενο μιας παρατεταμένης συνέχισης της έντασης στη Μέση Ανατολή ή ακόμα και κλιμάκωσής της, σε μία περίοδο μάλιστα που οι διεθνείς αγορές μετρούν ακόμα τις «πληγές» τους από τα τεκταινόμενα σε Ερυθρά Θάλασσα, Γάζα και Ουκρανία.
Με φόντο την επίθεση του Ιράν στο Ισραήλ, οι τιμές του πετρελαίου αναμένεται να πάρουν την ανιούσα, οδηγώντας τον υφυπουργό Οικονομικών, κ. Χάρη Θεοχάρη, σε προειδοποίηση πως το οικονομικό επιτελείο δεν θα δεχθεί «αναιτιολόγητες αυξήσεις στα καύσιμα, σε αποθέματα καυσίμων που έχουν ήδη τιμολογηθεί και φορολογηθεί».
Ωστόσο, η αναταραχή στις διεθνείς αγορές πετρελαίου είναι δεδομένη και το ενδεχόμενο των νέων ανατιμήσεων στα καύσιμα κάτι παραπάνω από ορατό.
Και μάλιστα, σε μία περίοδο όπου η κυβέρνηση καλείται να προσαρμοστεί στο νέο πλαίσιο των δημοσιονομικών κανόνων και να καταθέσει στις Βρυξέλλες το Πρόγραμμα Σταθερότητας έως το τέλος του μήνα, και το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα έως στις 20 Σεπτεμβρίου.
Σε αυτή τη κατεύθυνση, έχει γίνει ξεκάθαρο από το οικονομικό επιτελείο πως η προσοχή δίνεται αυστηρά στις κρατικές δαπάνες με στόχο τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα. Τονίζεται πως το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο επιβάλλει στην χώρα, πως δεν θα υπάρξει διαθέσιμος δημοσιονομικός «χώρος» για έξτρα παροχές, ακόμα και αν προκύψουν νέα κρατικά έσοδα.
Ως εκ τούτου, δεδομένο θα πρέπει να θεωρείται πως δαπάνες για την ανακούφιση των πολιτών από το υψηλό κόστος της ενέργειας δεν υπάρχουν, προς το παρόν, στο «κάδρο» της κυβέρνησης, όπως είχαν γίνει δηλαδή κατά το ξέσπασμα της ενεργειακής κρίσης, καθώς υπάρχει ο φόβος για δημοσιονομικό εκτροχιασμό.
Φυσικά, οι αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων δεν αφορούν μόνο ό,τι πληρώνει ο καταναλωτής όταν πηγαίνει στο πρατήριο βενζίνης αλλά το σύνολο της οικονομίας, καθώς το κόστος της ενέργειας μετακυλίεται σε όλο το φάσμα των προϊόντων που καταναλώνονται από τους πολίτες, με το μεγαλύτερο «αγκάθι» να θεωρούνται τα τρόφιμα, όπου στην Ελλάδα κοστίζουν «χρυσάφι».
Μία άλλη παράμετρος ανησυχίας, είναι και το πόσο θα επηρεαστούν οι ελληνικές εξαγωγές από την κρίση στη Μέση Ανατολή, καθώς ήδη δέχτηκαν πλήγματα από την κρίση στην Ερυθρά Θάλασσα και μία ευρεία κλιμάκωση θέτει ακόμα μεγαλύτερα εμπόδια στις εφοδιαστικές αλυσίδες.
Άλλωστε, οι εξαγωγές αγαθών είναι η «αχίλλειος πτέρνα» της ελληνικής οικονομίας, και η επιδείνωση τους έχει επιβαρύνει το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, με την κυβέρνηση να αναζητεί τρόπους αύξησης της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας των εξαγωγικών μας επιχειρήσεων.
Τέλος, είναι άγνωστο το πώς θα επηρεαστούν οι αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών από την κρίση στη Μέση Ανατολή από ενδεχόμενη αναζωπύρωση του πληθωρισμού, με την ΕΚΤ μόλις την προηγούμενη εβδομάδα να «ανοίγει τον δρόμο» για έναρξης μείωσης των επιτοκίων από τον Ιούνιο.
Μια ενδεχόμενη αναβολή αυτής της έναρξης και παράταση του αυξημένου κόστους χρήματος, σε συνδυασμό με άλλα κρισιακά φαινόμενα που ένας πόλεμος επιφέρει, είναι αναπόφευκτο να επιβαρύνει περαιτέρω τις χρηματοδοτικές συνθήκες και την αναπτυξιακή δυναμική της ευρωπαϊκής αλλά και της εγχώριας οικονομίας.