Η συμβολή των εξαγωγών στη συνολική ανάπτυξη θα είναι κρίσιμης σημασίας
Καλύτερα από το αναμενόμενο ήταν τα στοιχεία για το ΑΕΠ που ανακοίνωσε χθες (07.03.2025) η ΕΛΣΤΑΤ, με τον ρυθμό ανάπτυξης στο 4ο τρίμηνο να υπερβαίνει τις προσδοκίες, και παρά το γεγονός πως γεννά αισιοδοξία και για φέτος, δεν απουσιάζουν οι παράγοντες που απειλούν να «τινάξουν» τα πάντα στον αέρα.
Συγκεκριμένα η ελληνική οικονομία παρουσίασε ανάπτυξη 2,3% το 2024, αφού το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,6% το δ’ τρίμηνο του 2024 σε ετήσια βάση.
Η μέτρηση της ΑΑΔΕ για το σύνολο του έτους ξεπερνά την εκτίμηση του οικονομικού επιτελείου που στην έκθεση του Προϋπολογισμού έκανε λόγο για ανάπτυξη 2,2%, γεγονός που αποτελεί τη βάση για ακόμα καλύτερες επιδόσεις από τις αναμενόμενες, και φέτος.
Η ανάπτυξη του 2024 προέκυψε μετά από αναθεώρηση προηγούμενων τριμήνων. Συγκεκριμένα, κατά το 1ο και 2ο τρίμηνο του 2024 η ανάπτυξη διαμορφώθηκε στο 2,1%, από 2,2% και 2,3% αντίστοιχα ενώ στο 3ο τρίμηνο παρέμεινε 2,3%. Παρά την καθοδική αναθεώρηση των δύο πρώτων τριμήνων, το κλείσιμο του έτους «έσωσε την παρτίδα» του έτους.
Πού στηρίχθηκε η ανάπτυξη το 4ο τρίμηνο
Όπως ήταν αναμενόμενο λόγω της αύξησης των εισοδημάτων, η καταναλωτική δαπάνη νοικοκυριών και επιχειρήσεων, η οποία στο 4ο τρίμηνο αυξήθηκε κατά 2,1%, αντιστάθμισε την μεγάλη πτώση των δαπανών της γενικής κυβέρνησης κατά 4,1%.
Κομβικός παράγοντας για την ανάπτυξη του τριμήνου ήταν η αύξηση των εξαγωγών κατά 1% και, κυρίως, η άνοδος των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου (με «καύσιμο» από τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης) οι οποίες αυξήθηκαν κατά 4,5%. Ωστόσο, οι τελευταίες οδήγησαν και στο «άλμα» των εισαγωγών κατά 5,5%, οι οποίες προσμετρώνται αρνητικά στο ΑΕΠ.
Οι ανωτέρω ανακοινώσεις έρχονται σε ευθυγράμμιση με πρόσφατες εκτιμήσεις και του ΚΕΠΕ, το οποίο για την συνέχεια της πορείας της ελληνικής οικονομίας φέτος, προβλέπει υψηλούς ρυθμούς στηριγμένη στην ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης τόσο στο πεδίο της κατανάλωσης, όσο και στο πεδίο των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, με τη βοήθεια της σημαντικής ώθησης από την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Ποιοι παράγοντες μπορούν να ανατρέψουν την ανάπτυξη
Αν και η υψηλότερη του αναμενόμενου ανάπτυξη το 2024 είναι καλοδεχούμενη, και οι προσδοκίες για ανάλογη πορεία το 2025 δικαιολογημένη, δεν λείπουν εκείνοι οι παράγοντες που θα μπορούσαν να εκτροχιάσουν αυτή την πορεία.
Οι παράγοντες αυτοί είναι εξωτερικοί, κατά βάση, αλλά και εσωτερικοί.
Συγκεκριμένα, η συμβολή των εξαγωγών στο γενικότερο αποτέλεσμα θα είναι κρίσιμης σημασίας. Μια κλιμάκωση των φαινομένων εμπορικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ, ΕΕ και ευρύτερα, θα δυσκολέψει το έργο των Ελλήνων εξαγωγέων. Και αν ακόμα η έκθεση τους στις ΗΠΑ είναι σχετικά περιορισμένη, δεν ισχύει για την άμεση «γειτονιά» μας, την Ευρώπη, η οποία απορροφά και το μεγαλύτερο μέρος των προϊόντων μας. Σε αυτή τη περίπτωση, ενδεχόμενο πλήγμα στην οικονομία της Γερμανίας, φερ’ ειπείν, από τους δασμούς του Τραμπ, ενδέχεται να βαρύνει στην κατανάλωση της πρώτης οικονομίας της Ευρωζώνης και έτσι και στις εξαγωγές μας σε αυτή.
Άγνωστες παραμένουν οι δημοσιονομικές και άλλες επιδράσεις που μπορεί να υπάρξουν από το ράλι των αμυντικών δαπανών που αναμένεται να ακολουθήσουν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας, μετά και από το «πράσινο φως» της Συνόδου Κορυφής, καθώς το αυξημένο κόστος εξοπλισμού ενδέχεται να ακολουθηθεί από περιορισμό άλλων δαπανών.
Τέλος, δεν θα πρέπει να παραγνωρίζονται και οι εσωτερικοί παράγοντες. Η ελληνική οικονομία, εάν θέλει να διατηρήσει υψηλά τις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου και έτσι και τους ρυθμούς της ανάπτυξης, θα πρέπει να δώσει «εξετάσεις» στην ταχεία και αποτελεσματική απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης στα επόμενα περίπου δύο χρόνια, στην αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου και στην αξιοποίηση όσων εξαγωγικών ευκαιριών παρουσιάζονται στην Ευρώπη αλλά και σε τρίτες χώρες.