Αντιμέτωπα με δημοσιονομικό κενό θα βρεθούν την επόμενη δεκαετία τα κράτη-μέλη της ΕΕ στην προσπάθειά τους να πετύχουν την μετάβαση στην ενέργεια, σύμφωνα με νέα μελέτη της γερμανικής Agora Energiewende.
Αιτία αποτελεί μια αντίρροπη τάση που αναμένεται να εκδηλωθεί μετά το 2030 και συγκεκριμένα, υπάρχουν οι τιμές των δικαιωμάτων εκπομπών CO2 της ΕΕ που πληρώνουν όσοι κλάδοι ρυπαίνουν και πληρώνουν έτσι για τις πράσινες επενδύσεις. Οι τιμές αυτές αναμένεται να αυξηθούν ραγδαία τα επόμενα χρόνια και θα στηρίξουν σε μεγάλο βαθμό τη χρηματοδότηση καθαρών λύσεων για την μετάβαση στην ενέργεια.
Εντούτοις, από την επόμενη δεκαετία προβλέπεται μια παράλληλη δραστική μείωση των φορολογικών εσόδων που λαμβάνουν τα κράτη από τα ορυκτά καύσιμα, καθώς η χρήση τους θα περιορίζεται διαρκώς. Αυτά περιλαμβάνουν τους φόρους στη βενζίνη, το ντίζελ κτλ.
Σύμφωνα με τη μελέτη, την περίοδο 2030-2035 το καθαρό αποτέλεσμα από τις δύο παραπάνω φορολογήσεις για τους κρατικούς προϋπολογισμούς υπολογίζεται σε 27,5 δισ. ευρώ ετησίως, όμως αναμένεται να εκμηδενιστεί και εν τέλει να δημιουργηθεί «τρύπα» μετά το 2037.
Την ίδια στιγμή, οι κυβερνήσεις θα χρειάζονται περί τα 200 δισ. ευρώ ετησίως την επόμενη δεκαετία για να πετύχουν τους πράσινους στόχους τους. Είναι, λοιπόν, φανερό πως αυτά τα χαμένα χρήματα θα «πονέσουν» δημοσιονομικά.
Με βάση τα παραπάνω, το Agora υπογραμμίζει ότι είναι λάθος να αναμένουμε ότι η ενεργειακή μετάβαση θα είναι ουδέτερη για τους κρατικούς προϋπολογισμούς.
Εκτιμά ότι η προσπάθεια θα δυσκολέψει σημαντικά χώρες με υψηλό χρέος όπως η Ισπανία και η Ιταλία, ιδίως αν αναλογιστούμε τους πιο αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες που ισχύουν πλέον. Συγκεκριμένα για την Ιταλία, οι πράσινες πολιτικές υπολογίζεται ότι θα αυξήσουν κατά 25-33% το λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ ως το 2050.
«Η ανάλυσή μας δείχνει ότι η πράσινη μετάβαση θα εκτροχιάσει τις χώρες με υψηλό χρέος μετά το 2030», τονίζεται. Ως εκ τούτου, οι συντάκτες της μελέτης ζητούν μια δημοσιονομική χαλάρωση που θα τους επιτρέψει να πετύχουν τους στόχους τους.