Η μείωση των εξαγωγών της Ελλάδας για ενδέκατο συνεχόμενο μήνα είναι γεγονός μετά την ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ στις 5 Απριλίου, αποδεικνύοντας πως πολλά απομένουν ακόμα να γίνουν στο πεδίο της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και των εξαγωγικών της επιχειρήσεων.
Εξαιρουμένων των πάγιων και διαρθρωτικών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας σε ό,τι αφορά την ανταγωνιστικότητα (απονομή δικαιοσύνης, γραφειοκρατία, αναποτελεσματικότητα σε τομείς της δημόσιας διοίκησης κ.α.), τις επιδόσεις στις εξαγωγές των ελληνικών επιχειρήσεων επηρέασε καταφανώς η ανατίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου και άλλων ανταγωνιστικών νομισμάτων κατά την τελευταία διετία, μετά από την «βουτιά» που είχε σημειώσει το 2022, κάνοντας έτσι και τα ελληνικά προϊόντα λιγότερα ελκυστικά σε τρίτες αγορές.
Όπως τονίζει στην ετήσια έκθεση της η ΤτΕ, η σημαντική ανατίμηση του ευρώ, τροφοδοτούμενη από την ταχεία αύξηση των βασικών επιτοκίων στην Ευρωζώνη και το βαθμιαίο περιορισμό της επιτοκιακής διαφοράς έναντι των ΗΠΑ, επηρέασε αρνητικά την ανταγωνιστικότητα τιμών της ελληνικής οικονομίας κατά το 2023. Τα παραπάνω αν συνδυαστούν με τις γεωπολιτικές εντάσεις, την κάμψη της διεθνούς ζήτησης αλλά και την υστέρηση της διαρθρωτικής της ανταγωνιστικότητας, οδηγεί την κατάταξη της Ελλάδος στους σύνθετους σχετικούς δείκτες σε στασιμότητα ή και υποχώρηση, μετά την μεγάλη πρόοδο την προηγούμενη περίοδο (2020-2022).
Συγκεκριμένα, η ανατίμηση της σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ κατά 3,9% το 2023 οδήγησε σε σημαντική ανατίμηση την ονομαστική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία της Ελλάδος, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του οφέλους στην ανταγωνιστικότητα από το χαμηλότερο επίπεδο εγχώριου πληθωρισμού έναντι του σταθμισμένου πληθωρισμού των κυριότερων εμπορικών εταίρων το εν λόγω διάστημα.
Έτσι, ο ευρωπαϊκός δείκτης ονομαστικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας ανατιμήθηκε κατά 2,9% το 2023 σε σχέση με το 2022, καθώς το ευρώ κατέγραψε ανατίμηση έναντι του δολαρίου, του γιεν, της κορώνας Σουηδίας, της Νορβηγίας και της Δανίας, του δολαρίου Αυστραλίας, της αγγλικής στερλίνας και της λίρας Τουρκίας, ενώ υποτίμηση κατέγραψε μόνο έναντι του ελβετικού φράγκου.
Τι θα σημάνουν οι μειώσεις των επιτοκίων για τις ελληνικές εξαγωγές
Ωστόσο, η ενίσχυση του ευρώ συντελέστηκε σε ένα περιβάλλον υψηλών επιτοκίων από την ΕΚΤ και αυτή η πορεία του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος που το καθιστά πιο «ακριβό» αναμένεται να αντιστραφεί και μάλιστα με ρυθμούς ταχύτερους στην ΕΚΤ σε σχέση με την Fed, όπως επισημαίνουν αναλυτές οδηγώντας ενδεχόμενα ξανά το ευρώ κοντά στην ισοτιμία με το δολάριο.
Mάλιστα, με φόντο την ανακοίνωση της ΕΚΤ για τη νομισματική πολιτική την Πέμπτη (11.4.2024) όπου ενίσχυσε την υπόθεση πως η πρώτη μείωση επιτοκίων θα γίνει τον Ιούνιο, πριν από την Fed η οποία αναβάλλει την απόφαση λόγω του ανακάμπτοντος αμερικανικού πληθωρισμού, το ευρώ «κατρακύλισε» την Παρασκευή (12.4.2024) στο 1,07 έναντι του δολαρίου.
Όπως επισημαίνει ανάλυση του Bloomberg, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο ισοτιμίας ευρώ-δολαρίου στο 1 προς 1, με τους επενδυτές να θυμούνται την κατρακύλα του 2022, και με Γερμανούς αναλυτές να προβλέπουν ότι το ευρώ θα διολισθήσει στο 1,01 δολάριο μέσα το 2025.
Ως εκ τούτου, μία πορεία υποτίμησης του ευρώ έναντι του δολαρίου αναμένεται να στηρίξει τις εξαγωγές των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, επηρεάζοντας και την ανταγωνιστικότητα τιμών των ελληνικών προϊόντων.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού και οι εξαγωγές
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων επηρεάζεται από τις εξελίξεις σε ό,τι αφορά τον κατώτατο μισθό, καθώς «αλλάζει» το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, δηλαδή τον λόγο του κόστους εργασίας προς την παραγωγικότητά της.
Αξίζει να σημειωθεί, πως παρά τις αυξήσεις στους μισθούς που συντελέστηκαν τα προηγούμενα χρόνια (από 650 ευρώ που ήταν το 2019 ο κατώτατος αυξήθηκε σε 663 ευρώ τον Ιανουάριο του 2022, στα 713 ευρώ τον Μάιο του 2022, σε 780 ευρώ τον Απρίλιο του 2023, πριν αυξηθεί στα 830 ευρώ τον Απρίλιο του 2024), συγκριτικά ο ρυθμός αύξησης ήταν σημαντικά μικρότερος από εκείνον των βασικών εμπορικών εταίρων της χώρας.
Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος το 2023 στο σύνολο της οικονομίας εκτιμάται ότι αυξήθηκε στην Ελλάδα κατά μόλις 4%, ενώ η αντίστοιχη αύξηση στην Ευρωζώνη ήταν 6% σύμφωνα με την Κομισιόν και 6,2% σύμφωνα με την ΕΚΤ, εν μέσω υψηλών αυξήσεων των ονομαστικών μισθών ανά εργαζόμενο και μικρής ή και αρνητικής μεταβολής της παραγωγικότητας της εργασίας (5,3% και -0,8% αντίστοιχα στην Ευρωζώνη σύμφωνα με την ΕΚΤ). Μάλιστα, η εκτιμώμενη μέση αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος το 2023 στην ευρύτερη ομάδα εμπορικών εταίρων εντός και εκτός ευρωζώνης ήταν ακόμη μεγαλύτερη.
Η έκθεση της ΤτΕ, επισημαίνει πως ο δείκτης πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας με βάση το σχετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος μετά τη μεγάλη βελτίωση το 2022, παρουσίασε εκ νέου μικρή βελτίωση και το 2023.
Επιπλέον, η άνοδος των μισθών στην Ελλάδα αντισταθμίζεται και από την σχετικά ανοδική πορεία που κατέγραψε η παραγωγικότητα, με μελέτη του ΚΕΠΕ να υπολογίζει πως το 2023 η παραγωγικότητα της εργασίας ανά ώρα εργασίας αυξήθηκε κατά 0,3% και η παραγωγικότητα της εργασίας ανά απασχολούμενο αυξήθηκε κατά 2%.
Αξίζει να σημειωθεί η κοινή παραδοχή πως για την εν γένει και ιστορικά χαμηλή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων δεν φταίνε οι… «υψηλοί» μισθοί (οι Έλληνες εργαζόμενοι είναι από τους πιο κακοπληρωμένους στην ΕΕ ακόμα και μετά τις αυξήσεις) αλλά λόγω της σταθερά χαμηλής παραγωγικότητας της εργασίας, που παρά τις όποιες μικρές αυξομειώσεις, είναι περίπου στο 61% του μέσου όρου της ΕΕ και στο 55% του μέσου όρου της Ευρωζώνης.
Μάλιστα, όπως έχει τονίσει επανειλημμένα η κυβέρνηση και το οικονομικό επιτελείο, βασικός στόχος αξιοποίησης των ευρωπαϊκών κονδυλίων είναι η ενίσχυση της παραγωγικότητας της ελληνικής εργασίας, και προς αυτή την κατεύθυνση στοχεύουν οι μεταρρυθμίσεις.