Σταθερά μειούμενες φαίνονται διαχρονικά οι κρατικές δαπάνες για δασοπροστασία και πυρόσβεση, σύμφωνα με στοιχεία έκθεσης του ΟΟΣΑ για τις πυρκαγιές στην Ελλάδα (Ιούνιος 2024).
Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την έκθεση αυτή οι κρατικές δαπάνες για τους παραπάνω λόγους ανέρχεται κατά την περίοδο 2010 – 2017, σε ετήσια βάση, λίγο κάτω από τα 500 εκατ. ευρώ.
Ωστόσο, σημαντικό είναι το γεγονός ότι στο διάστημα αυτό έχει αλλάξει η αναλογία μεταξύ δαπανών για δασοπροστασία σε σχέση με τις δαπάνες για δασοπυρόσβεση.
Αναλυτικότερα, οι δαπάνες για δασοπροστασία μειώνονται διαχρονικά, ενώ οι δαπάνες για δασοπυρόσβεση αυξάνονται. Το 2011 οι δαπάνες για δασοπροστασία ανερχόταν στα 115 εκατ. ευρώ, ενώ το 2017 έφτασαν στα 82 εκατ. ευρώ.
Αντίστροφα, οι δαπάνες για πυρόσβεση, αφού έπεσαν το 2011 στα 330 εκατ. ευρώ από τα 399 εκατ. ευρώ το 2011, έφτασαν ξανά στα 398 εκατ. ευρώ το 2017.
Ωστόσο, συνολικά οι δαπάνες για προστασία και πυρόσβεση έπεσαν από τα 554 εκατ. ευρώ το 2010 στα 479 εκατ. ευρώ το 2017. Δηλαδή μειώθηκαν κατά 13%.
Σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ, η δημόσια χρηματοδότηση για τη διαχείριση των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα παρέχεται από την κεντρική κυβέρνηση και αντικατοπτρίζεται στον προϋπολογισμό που κατανέμεται στα αρμόδια υπουργεία.
Για παράδειγμα, το Υπουργείο Περιβάλλοντος, μέσω του Πράσινου Ταμείου του, κατανέμει έσοδα από περιβαλλοντικούς φόρους και πρόστιμα για τη στήριξη διαφόρων δραστηριοτήτων έρευνας, πρόληψης, ευαισθητοποίησης και αποκατάστασης μετά την πυρκαγιά, συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης των δασών.
Η χρηματοδότηση για την εφαρμογή της διαχείρισης της καύσιμης ύλης και της πρόληψης των πυρκαγιών σε δημοτικό επίπεδο παρέχεται από το Υπουργείο Εσωτερικών.
Τα κεφάλαια που συγκεντρώνονται μέσω δημόσιων επενδύσεων, όπως αυτά που διαχειρίζεται το Ταμείο Αξιοποίησης της Περιουσίας του Δημοσίου, συμβάλλουν επίσης στις προσπάθειες πρόληψης των δασικών πυρκαγιών, π.χ. υποστηρίζοντας τη δημιουργία σχεδίων προστασίας από δασικές πυρκαγιές.
Οι πόροι αυτοί συνήθως συμπληρώνονται από ευρωπαϊκά κονδύλια. Για παράδειγμα, τα κονδύλια της ΕΕ έχουν καθοριστική σημασία στη στήριξη του προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης της Ελλάδας, το οποίο περιλάμβανε σημαντικές παρεμβάσεις πρόληψης πυρκαγιών και αποκατάστασης δασών που αναλήφθηκαν από τα Δασαρχεία μεταξύ 2007 και 2020.
Οι παρεμβάσεις αυτές περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων, διαχείριση της καύσιμης ύλης, αναδάσωση και δημιουργία ρυθμιστικών ζωνών.
Συνολικά, η χρηματοδότηση για παρεμβάσεις πρόληψης πυρκαγιών στο πλαίσιο του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης της Ελλάδας αυξήθηκε από 15,4 εκατ. ευρώ την περίοδο 2007 – 2013 σε 19,3 εκατ. ευρώ την περίοδο 2014 – 2020.
Τα τελευταία χρόνια, κονδύλια από το Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης της ΕΕ (ΠΑΑ) έχουν στηρίξει την ενίσχυση των δασικών δρόμων και των διαχωρισμών καύσιμης ύλης, καθώς και την ανανέωση του εξοπλισμού παρακολούθησης και ανίχνευσης πυρκαγιών, ενώ η διευκόλυνση της ΕΕ για την ανάκαμψη και την ανθεκτικότητα συνέβαλε σημαντικά στην υλοποίηση του προγράμματος AntiNero.
Επιπλέον, διάφορα έργα της ΕΕ έχουν επίσης συμβάλει στην ενίσχυση της διαχείρισης και της πρόληψης των πυρκαγιών στην Ελλάδα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο ιδιωτικός τομέας παρέχει επίσης πρόσθετη χρηματοδότηση με τη μορφή εθελοντικών συνεισφορών.
Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν περιθώρια αύξησης των επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα στην πρόληψη και τη διαχείριση των πυρκαγιών.
Μετά τον θεσμικό μετασχηματισμό του 1999 και μέχρι τα τελευταία χρόνια, οι δημόσιες επενδύσεις για τη διαχείριση των πυρκαγιών επικεντρώνονταν όλο και περισσότερο στην καταστολή των πυρκαγιών εις βάρος της πρόληψης, με τη χρηματοδότηση για το Ελληνικό Πυροσβεστικό Σώμα να αυξάνεται και τους πόρους για τη Δασική Υπηρεσία να συρρικνώνονται σταθερά.
Συνολικά, η χρηματοδότηση για την καταστολή των πυρκαγιών υπερδιπλασιάστηκε μεταξύ 1998 – 2008, ενώ η χρηματοδότηση για τη Δασική Υπηρεσία συρρικνώθηκε κατά σχεδόν 30% μεταξύ 2010 – 2017.
Ως αποτέλεσμα, το 2017, τα κονδύλια που διατέθηκαν στη Δασική Υπηρεσία ανέρχονταν στο ένα πέμπτο των κονδυλίων που διατέθηκαν στο Ελληνικό Πυροσβεστικό Σώμα.
Οι δήμοι και άλλες δημόσιες υπηρεσίες που εμπλέκονται στην πρόληψη των πυρκαγιών αντιμετώπισαν επίσης παρόμοιες προκλήσεις.
Για να αντιμετωπιστεί αυτή η ανισορροπία, η ελληνική κυβέρνηση διέθεσε πρόσφατα περισσότερα κονδύλια για την πρόληψη των πυρκαγιών. Πιο συγκεκριμένα, 50 εκατ. ευρώ από τη διευκόλυνση της ΕΕ για την ανάκαμψη και την ανθεκτικότητα έχουν διατεθεί για την υλοποίηση του προγράμματος AntiNero. Αυτό συμπληρώθηκε περαιτέρω με 22 εκατ. ευρώ από τον τακτικό προϋπολογισμό.
Παρά τις βελτιώσεις αυτές, απαιτούνται περαιτέρω προσπάθειες για την εξασφάλιση επαρκούς και σταθερής χρηματοδοτικής στήριξης για την πρόληψη των πυρκαγιών, καθώς και για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των υφιστάμενων πόρων, οι οποίοι συχνά δεν αξιοποιούνται επαρκώς λόγω καθυστερήσεων και γραφειοκρατικών εμπλοκών.
Πράγματι, οι χρονοβόρες και πολύπλοκες γραφειοκρατικές διαδικασίες έχουν μερικές φορές παρεμποδίσει την ικανότητα των δημόσιων αρχών να έχουν πρόσβαση ή να χρησιμοποιούν τους πόρους που τους διατίθενται από ευρωπαϊκά και εθνικά κονδύλια.
Η διάθεση σταθερών πόρων στις δημόσιες αρχές που είναι αρμόδιες για την πρόληψη των πυρκαγιών είναι επίσης κρίσιμη, προκειμένου να καταστεί δυνατή η πρόσληψη και η κατάρτιση μόνιμου ανθρώπινου δυναμικού, καθώς και ο μακροπρόθεσμος στρατηγικός σχεδιασμός για την πρόληψη.
Σε εθνικό επίπεδο, διατίθεται επίσης χρηματοδότηση για την ανοικοδόμηση μετά την καταστροφή, καθώς και για την παροχή οικονομικής βοήθειας και αποζημιώσεων για τις απώλειες και τις ζημίες που υπέστη ο πληθυσμός.
Μετά από μια φυσική καταστροφή, όπως μια ακραία πυρκαγιά, η εθνική κυβέρνηση συνήθως προσδιορίζει την πληγείσα περιοχή, ποσοτικοποιεί τις ζημιές και καθορίζει τον βαθμό στον οποίο θα αποζημιώσει τις απώλειες που υπέστησαν τα νοικοκυριά, οι αγρότες και οι επιχειρήσεις.
Από το 2023, σύμφωνα με το Προεδρικό Διάταγμα 77/2023, η διαδικασία αποζημίωσης διαχειρίζεται από το Υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας.
Παρά τις διάφορες μεταρρυθμίσεις στον τομέα αυτό, η μακροχρόνια διάρκεια των γραφειοκρατικών διαδικασιών έχει συχνά εμποδίσει την αποτελεσματικότητα του συστήματος αυτού, καθώς μπορεί να χρειαστούν χρόνια για να φθάσουν οι αποζημιώσεις στους πληγέντες πολίτες.
Επιπλέον, το Υπουργείο Εσωτερικών παρέχει οικονομική στήριξη στους δήμους για την ανασυγκρότηση των υποδομών μετά από καταστροφές.
Για παράδειγμα, μετά τις πυρκαγιές στο Μάτι και την Εύβοια, η ελληνική κυβέρνηση παρείχε αποζημιώσεις και επιδόματα έκτακτης ανάγκης για τη στήριξη της ανάκαμψης και ανασυγκρότησης των πληγέντων κτιρίων, επιχειρήσεων και γεωργικών εκμεταλλεύσεων.
Μετά την πυρκαγιά στην Εύβοια, εκδόθηκαν επίσης πράσινα ομόλογα ως πρόσθετο μέτρο ανάκαμψης. Τα εθνικά κονδύλια για την αποκατάσταση από καταστροφές συμπληρώνονται συνήθως από αυτά που διατίθενται από το Ταμείο Αλληλεγγύης της ΕΕ (EUSF).
Μεταξύ 2002 – 2017, η Ελλάδα έλαβε 118 εκατ. ευρώ από το Ταμείο Αλληλεγγύης της ΕΕ για την αντιμετώπιση πυρκαγιών, πλημμυρών και σεισμών.
Τέλος, η ασφάλιση αποτελεί σημαντικό οικονομικό εργαλείο για τη βιώσιμη διαχείριση του κόστους που συνδέεται με τον κίνδυνο ακραίων πυρκαγιών στην Ελλάδα.
Υπό το πρίσμα του αυξανόμενου κινδύνου πυρκαγιών, οι πυρκαγιές έχουν συμπεριληφθεί ως μέρος των βασικών πακέτων ασφάλισης για την ιδιωτική περιουσία.
Παρά τη σημαντική αυτή αλλαγή και τη διαθεσιμότητα γενικά προσιτών ασφαλίστρων, η ασφαλιστική κάλυψη ακινήτων παραμένει μάλλον χαμηλή σε ολόκληρη τη χώρα, με λιγότερο από το 15% των κατοικιών και περίπου 230.000 εμπορικά ακίνητα να καλύπτονται από ασφάλιση κατά του κινδύνου πυρκαγιάς.
Αυτό πιθανόν οφείλεται στη χαμηλή ευαισθητοποίηση σχετικά με τον υφιστάμενο κίνδυνο πυρκαγιάς σε συνδυασμό με τη διαθεσιμότητα κρατικών αποζημιώσεων, οι οποίες εμποδίζουν την υιοθέτηση ασφαλιστικής κάλυψης από τους ιδιοκτήτες ακινήτων.
Οι δημόσιες υποδομές στην Ελλάδα δεν είναι, επίσης, συχνά ασφαλισμένες. Συνολικά, το ασφαλιστικό κενό στην Ελλάδα παραμένει αρκετά μεγάλο, καθώς μόνο το 9% του συνόλου των ζημιών από πυρκαγιές στη χώρα καλύφθηκε από ασφάλιση μεταξύ 1990 και 2019.
Για να αντιμετωπιστούν αυτές οι προκλήσεις και να καλυφθεί το ασφαλιστικό κενό, διεξάγονται συζητήσεις για τη μεταρρύθμιση της ασφαλιστικής πολιτικής, μεταξύ άλλων για την υποχρεωτική ασφαλιστική κάλυψη του κινδύνου πυρκαγιάς και για την προώθηση της ασφάλισης μέσω φορολογικών κινήτρων.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι ιδιωτικές τράπεζες απαιτούν την εγγραφή ασφάλισης κατά των πυρκαγιών ως προϋπόθεση για τη χορήγηση ενυπόθηκων δανείων, γεγονός που έχει συμβάλλει στη βελτίωση της κάλυψης για νέες κατοικίες και επιχειρήσεις.
Τα τελευταία χρόνια, η ασφαλιστική κάλυψη για τον κίνδυνο πυρκαγιάς έχει, επίσης, καταστεί υποχρεωτική για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις του γεωργικού τομέα.