Mε την πολιτική αντιπαράθεση ενόψει ευρωεκλογών να έχει «φουντώσει», η συζήτηση περιστρέφεται ολοένα και πιο πολύ γύρω από την ακρίβεια, και δη γύρω από την συμβολή του ΦΠΑ στις αυξημένες τιμές που πληρώνουν οι καταναλωτές.
Από πλευράς κυβέρνησης, έχει καταστεί σαφές πως δεν υπάρχουν δημοσιονομικά περιθώρια για μείωση συντελεστών ΦΠΑ και πως άλλα είναι τα «εργαλεία» που θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της ακρίβειας, χωρίς να μπει η οικονομία σε «μπελάδες».
Άλλωστε, ο υπουργός Οικονομικών, κ. Κωστής Χατζηδάκης, τόνισε σε συνέντευξή του στον ΑΝΤ1, πως αν μειωθεί ο ΦΠΑ στα βασικά είδη, «υπάρχει κίνδυνος να μην πληρωθούν συντάξεις και επιδόματα, αφού και από εκείνα τα κρατικά έσοδα πληρώνονται συντάξεις και επιδόματα».
Με την σειρά του και ο πρωθυπουργός, κ. Κυριάκος Μητσοτάκης, κατά την διάρκεια διακαναλικής συνέντευξης, ξεκαθάρισε πως ο προϋπολογισμός δεν αντέχει την μείωση του ΦΠΑ, καλώντας μάλιστα όσους ζητούν τη συγκεκριμένη παρέμβαση να πουν ποιους επιπλέον φόρους θα επιβάλλουν ή ποια επιδόματα θα κόψουν.
Σημειώνεται, πως μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ 13%, έναντι βασικού 24%, η κυβέρνηση έχει διατηρήσει μόνο στις υπηρεσίες ταξί και στον σερβιριζόμενο καφέ, με την ισχύ του μέτρου να εκπνέει στις 31 Ιουνίου, και με το οικονομικό επιτελείο να επεξεργάζεται τρία σενάρια για την συνέχεια.
Eπιπλέον, θα πρέπει να τονιστεί πως η χώρα μας είναι η 5η ανάμεσα στην ΕΕ των 27 κρατών μελών από άποψης υψηλότερων συντελεστών ΦΠΑ.
Πόσο είναι το ειδικό βάρος του ΦΠΑ για την ελληνική οικονομία
Ο «κώδωνας του κινδύνου» μπροστά στο αίτημα για μείωση του ΦΠΑ σε βασικά είδη κατανάλωσης, κρούεται από την κυβέρνηση εξαιτίας της σημαντικής συμβολής που έχουν τα φορολογικά έσοδα στον προϋπολογισμό της χώρας, αντανακλώντας παράλληλα τις αδυναμίες του παραγωγικού μοντέλου, όπως άλλωστε έχει τονιστεί πολλάκις.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού για το πρώτο τετράμηνο του 2024, καταγράφεται μία δυσανάλογα μεγάλη στήριξη των κρατικών εσόδων από τα φορολογικά έσοδα, και δη του ΦΠΑ.
Πιο συγκεκριμένα, για το διάστημα Ιανουαρίου – Απριλίου 2024, με τα συνολικά έσοδα της κατηγορίας «φόροι» να ανέρχονται σε 20,244 δισ. ευρώ, τα έσοδα από τον ΦΠΑ ανήλθαν σε 8,170 δισ. ευρώ και ήταν αυξημένα έναντι του στόχου που περιλαμβάνει η έκθεση του Προϋπολογισμού 2024 κατά 215 εκατ. ευρώ.
Αν συνυπολογιστούν και τα έσοδα των ειδικών φόρων κατανάλωσης, οι οποίοι αποτελούν και ένα δεύτερο πεδίο αντιπαράθεσης ιδιαίτερα για τα καύσιμα, και οι οποίοι ανήλθαν σε 2,115 δισ. ευρώ, τότε ο «λογαριασμός» ανεβαίνει ακόμα παραπάνω.
Αξίζει να σημειωθεί πως τα συνολικά έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού το εν λόγω διάστημα ανήλθαν σε 24,686 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 2,388 δισ. ευρώ ή 10,7% έναντι του στόχου που συμπεριλήφθηκε στην έκθεση του Προϋπολογισμού 2024.
Αυτό πρακτικά σημαίνει πως πάνω από το 33% των συνολικών εσόδων που εισέπραξε το κράτος στο πρώτο τετράμηνο, συνυπολογίζοντας άλλους φόρους, έσοδα από δημόσιες επενδύσεις, ευρωπαϊκά κονδύλια κλπ., προήλθε μόνο από τον ΦΠΑ…
Τι σημαίνει ο ΦΠΑ για την τσέπη των καταναλωτών
Από την άλλη, για τους καταναλωτές οι οποίες «μάχονται» καθημερινά με την ακρίβεια, ο ΦΠΑ αποτελεί έναν βασικό παράγοντα αδειάσματος του πορτοφολιού τους.
Σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτου Έρευνας Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) το οποίο διεξάγει μηνιαίες έρευνες τιμών στην ελληνική αγορά, το μέσο εβδομαδιαίο καλάθι του σουπερμάρκετ με 45 προϊόντα κοστίζει στον Έλληνα καταναλωτή 160,33 ευρώ. Εξ αυτών τα 21,67 ευρώ προκύπτουν από τον ΦΠΑ ο οποίος επιβαρύνει την τελική τιμή που πληρώνουμε στο ράφι.
Αυτό σημαίνει πως το «χαράτσι» του ΦΠΑ το οποίο πληρώνει ο μέσος καταναλωτής, μόνο για τα ψώνια του σουπερμάρκετ και όχι για άλλα προϊόντα και υπηρεσίες, αν υπολογιστεί σε ετήσια βάση, ανέρχεται σε 1.126,84 ευρώ.
Δηλαδή, κοστίζει λίγο λιγότερα από τον μέσο μισθό στην Ελλάδα (1.251 ευρώ), ή με πιο απλά λόγια, ένας εργαζόμενος θα έπρεπε να δώσει ολόκληρο το δώρο Χριστουγέννων του με το που το λάβει, ίσα-ίσα για να πληρώσει τον ΦΠΑ για το σουπερμάρκετ ενός έτους…