Κατατέθηκε από το υπουργείο Οικονομικών το νομοσχέδιο «Κώδικας Φόρου Προστιθέμενης Αξίας» που διέπει το καθεστώς του ΦΠΑ.
Το νομοσχέδιο αποτελεί κωδικοποίηση των διατάξεων που διέπουν τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) ως προς το συνολικό του περιεχόμενο (πεδίο εφαρμογής, φορολογητέες πράξεις και τόπος πραγματοποίησής τους, γένεση φορολογικής υποχρέωσης, φορολογητέα αξία-βάση επιβολής του φόρου και υπολογισμός του, απαλλαγές, έκπτωση και επιστροφή του φόρου, υπόχρεοι και νομικές υποχρεώσεις αυτών, ειδικά καθεστώτα κ.λπ.).
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση το σχέδιο Κώδικα στοχεύει στην επικαιροποίηση και τη βελτίωση της ποιότητας του ρυθμιστικού πλαισίου για τον ΦΠΑ, κατά τρόπο ώστε η εφαρμογή των σχετικών διατάξεων να διενεργείται σε νομοθετικό περιβάλλον ασφαλές, προς διευκόλυνση τόσο των εφαρμοστών και ερμηνευτών του νόμου (Διοίκηση και Δικαστήρια) όσο και των φορολογούμενων.
Σύμφωνα με την έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους ο εν λόγω Κώδικας αποτελεί κωδικοποίηση και επικαιροποίηση των υφιστάμενων διατάξεων που διέπουν τον ΦΠΑ, χωρίς να επέρχονται ουσιαστικές μεταβολές επί αυτών.
Από τις προτεινόμενες διατάξεις δεν προκαλούνται πρόσθετε δημοσιονομικές επιπτώσεις επί του κρατικού προϋπολογισμού και των προϋπολογισμών των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Σύμφωνα με την ανάλυση συνεπειών ρύθμισης, το παρόν σχέδιο Κώδικα ΦΠΑ:
α) αποδίδει τις κωδικοποιούμενες διατάξεις με γλωσσική ομοιομορφία, με κατά το δυνατόν εύληπτο και συστηματοποιημένο τρόπο και με αναμόρφωση, όπου απαιτείται, της δομής των άρθρων, των παραγράφων και των εδαφίων, ώστε να αποδίδουν με σαφή και πιο κατανοητό τρόπο το νόημα των κανόνων που εισάγουν,
β) αίρει τις ασυνέπειες ή τις αναντιστοιχίες στο περιεχόμενο επιμέρους ρυθμίσεων της νομοθεσίας περί ΦΠΑ, κατά τρόπο ώστε οι ρυθμίσεις αυτές να μπορούν να λειτουργούν αυτοτελώς (κανονιστική και ερμηνευτική συνέπεια) και χωρίς, κατ’ ανάγκη, προσφυγή σε άλλες διατάξεις, προκειμένου να αποτυπωθεί και να αποδοθεί η πλήρης ρύθμιση ή το πλήρες και αληθές νόημά της,
γ) καταργεί πλείστες διατάξεις ή και ολόκληρα άρθρα της υφιστάμενης νομοθεσίας περί ΦΠΑ είτε λόγω του ότι ελλείπουν ή έχουν καταργηθεί οι εισαγωγικές ή κάποιες από τις προϋποθέσεις εφαρμογής τους είτε λόγω του ότι διαπιστώνεται ότι στερούνται αντικειμένου ή ότι απηχούν ανύπαρκτους πλέον όρους είτε διότι έχουν καταργηθεί σιωπηρά από νεότερες διατάξεις,
δ) εισάγει στον Κώδικα, έστω και μερικώς, διατάξεις της συναφούς δευτερογενούς κείμενης νομοθεσίας (όπως ενδεικτικά στα άρθρα 48 και 62), κατά τρόπο ώστε οι διατάξεις που ενσωματώνονται στον Κώδικα να είναι εύληπτες και να αποκτούν κανονιστική και ερμηνευτική αυτοτέλεια,
ε) επικαιροποιεί την ονομασία των εμπλεκόμενων οργάνων της Διοίκησης και τις αρμοδιότητές τους, λαμβάνοντας υπόψη τις εκτός του νομικού πλαισίου ΦΠΑ νομικές και οργανωτικές μεταβολές που έχουν επέλθει, με γνώμονα τη δημιουργία συνθηκών ασφάλειας δικαίου για τους εφαρμοστές και τους φορολογούμενους,
στ) προσαρμόζει τον ακολουθούμενο τύπο και τις διαδικασίες στις νέες νομοθετικές συνθήκες που έχουν προκύψει,
ζ) ενσωματώνει στο σύνολο των διατάξεων του Κώδικα τον ρυθμιστικό αντίκτυπο νεότερων ρυθμίσεων που έχουν εισαχθεί σε μεμονωμένες διατάξεις του ΦΠΑ, όπου απαιτείται,
η) ενσωματώνει στον Κώδικα τον κανονιστικό αντίκτυπο νεότερων ρυθμίσεων της (εθνικής και ενωσιακής) τελωνειακής νομοθεσίας,
θ) ενοποιεί την απόδοση όρων που επαναλαμβάνονται στον Κώδικα, με σκοπό την αποκατάσταση της συνολικής νοηματικής αλληλουχίας και συνέπειας, με ιδιαίτερη έκφανση την αντικατάσταση του όρου «Κοινότητα» (Ευρωπαϊκή Κοινότητα) από τον όρο Ευρωπαϊκή Ένωση, διατηρώντας, ωστόσο, τον όρο «ενδοκοινοτικός», ως προσδιοριστικό των εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης συναλλαγών, αποκτήσεων και λοιπών πράξεων, καθώς ο εν λόγω όρος διατηρείται ακόμη και σήμερα σε επίπεδο ενωσιακής αλλά και εθνικής, από μέρους των κρατών μελών, νομοθεσίας, προκειμένου να αποφευχθούν σχετικές παρανοήσεις,
ι) λαμβάνει υπόψη συντελεσθείσες εξελίξεις σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου,
ια) αποκαθιστά προφανή σφάλματα που επηρεάζουν την απόδοση του περιεχομένου των ρυθμίσεων,
ιβ) παρουσιάζει τις διαδικαστικού περιεχομένου ρυθμίσεις κατά τρόπο, ώστε να διακρίνονται τα ζητήματα που ρυθμίζονται στον ίδιο τον Κώδικα και εκείνα που αφορούν σε συναφή νομοθετήματα, όπως στον νόμο για τα ελληνικά λογιστικά πρότυπα (ν. 4308/2014, Α’ 251) και στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 5104/2024, Α’ 58, ΚΦΔ), είτε παραπέμποντας σε αυτούς είτε κωδικοποιώντας, όπου είναι αναγκαίο, ρυθμίσεις του ΚΦΔ είτε των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικών αποφάσεων και
ιγ) αποτυπώνει στις αρμοδιότητες των οργάνων που αναφέρονται στον Κώδικα τις συντελεσθείσες οργανωτικές μεταβολές.
Μεταξύ των οργανωτικών μεταβολών που λαμβάνονται υπόψη είναι:
α) η αρχικώς με τον ν. 4093/2012 (Α’ 222) σύσταση της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, με τη συνακόλουθη πρόβλεψη ότι με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ή του αρμόδιου Υφυπουργού Οικονομικών περιέρχονται στον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων αρμοδιότητες που κατά την κείμενη νομοθεσία ασκούνται από τον Υπουργό Οικονομικών, ή τον αρμόδιο Υφυπουργό ή τους προϊσταμένους των οργανικών μονάδων του Υπουργείου Οικονομικών και αφορούν, μεταξύ άλλων, στην οργάνωση και την άσκηση της φορολογικής διοίκησης και την εφαρμογή της φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας που άπτεται της είσπραξης εσόδων, χωρίς οι αρμοδιότητες που μεταβιβάζονται να μπορούν να αναμεταβιβασθούν στον Υπουργό Οικονομικών με μεταγενέστερη κανονιστική διοικητική πράξη (Παρ. Ε, Υποπαρ. Ε.2., περ. 4, υποπερ. β, ν. 4093/2012),
β) η κατ’ εξουσιοδότηση του ανωτέρω ν. 4093/2012 έκδοση της υπό στοιχεία Δ6Α 1015213 ΕΞ 2013/28.1.2013 (Β’ 130) απόφασης του Υπουργού και του Υφυπουργού Οικονομικών, με την οποία μεταβιβάστηκε στον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων σειρά από αρμοδιότητες, μεταξύ των οποίων και ορισμένες που αφορούν στη νομοθεσία περί ΦΠΑ,
γ) η σύσταση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) δυνάμει του ν. 4389/2016 (Α’ 94), η οποία έχει ως συνεπεία αφενός την υποκατάσταση της Αρχής και του Διοικητή της στη θέση της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων και του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, αντίστοιχα (ιδίως παρ. 2 άρθρου 41 ν. 4389/2016), και αφετέρου την προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα των όρων και των αρμοδιοτήτων του νόμου περί ΦΠΑ (όπως Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες, Τελωνείο, Υπουργός Οικονομικών κ.λπ.) στα σημεία που σχετικώς επηρεάζονται όσο και των ακολουθούμενων διαδικασιών,
δ) η μετονομασία του Υπουργείου Οικονομικών σε Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών (παρ. 1 άρθρου 1 π.δ. 82/2023, Α’ 139)) και συνεπεία αυτού του Υπουργού Οικονομικών σε Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.
Σχετικώς επισημαίνεται ότι, όπου στον ισχύοντα Κώδικα γίνεται αναφορά σε αρμοδιότητα Δημόσιων Οικονομικών Υπηρεσιών (Δ.Ο.Υ.) ή άλλης υπηρεσίας της ΑΑΔΕ ή σε αρμοδιότητα Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. στον νέο Κώδικα γίνεται αναφορά εν γένει στην ΑΑΔΕ ή στον Διοικητή της ΑΑΔΕ, καθόσον τα ζητήματα αρμοδιότητας υπηρεσιών και οργάνων της ΑΑΔΕ ρυθμίζονται πλέον από τον ΚΦΔ και τον ν. 4389/2016 και τις κατ’ εξουσιοδότηση αυτών διατάξεις. Διατηρούνται, ωστόσο, περιορισμένες αναφορές σε αρμοδιότητα συγκεκριμένων υπηρεσιών και οργάνων της ΑΑΔΕ, στις περιπτώσεις που η αρμοδιότητα αυτή δεν ρυθμίζεται από το προαναφερόμενο πλαίσιο και ο ορισμός είναι αναγκαίος για τη διευκόλυνση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων των φορολογουμένων (ενδεικτικά άρθρο 31 του σχεδίου του Κώδικα).
Τέλος, αναγκαία συνέπεια της παρούσας κωδικοποίησης αποτέλεσε και η αναρίθμηση των υφιστάμενων άρθρων και παραγράφων καθώς και η προσαρμογή του περιεχομένου των άρθρων και των εσωτερικών παραπομπών στη νέα κατ’ άρθρο και παράγραφο αρίθμηση.