Πολλαπλές και στοχευμένες δράσεις για να σώσει το τραπεζικό σύστημα από τον τυφώνα της κρίσης του 2008 – 2013 είχε αναλάβει ο τότε Διοικητής της ΤτΕ, Γιώργος Προβόπουλος, ο οποίος έφυγε χθες από τη ζωή σε ηλικία 74 ετών. Τις δράσεις αυτές είχε παρουσιάσει ο ίδιος σε ομιλία του για την παρουσίαση της έκδοσης της ΤτΕ «Το Χρονικό της Κρίσης 2008 – 2013». Όπως είχε πει, περιγράφοντας και τις δραματικές ώρες για τις ελληνικές τράπεζες και την οικονομία:
Πρώτον, η Τράπεζα της Ελλάδος, με επικεφαλής τον κο Προβόπουλο διασφάλισε την αδιάλειπτη παροχή ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα, στο βαθμό που απαιτήθηκε και με έκτακτη χρηματοδότηση. Η παροχή έκτακτης ρευστότητας κρινόταν ανά δύο εβδομάδες και το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ θα μπορούσε να τη διακόψει για διάφορους λόγους (έλλειψη ενεχύρων, χαμηλοί δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, ελλιπής εφαρμογή του προγράμματος κ.λπ.). Χρειαζόταν επομένως σημαντική προετοιμασία των θέσεων της Ελλάδας και επίμονες παρεμβάσεις για να αποτραπούν αρνητικές εξελίξεις.
Δεύτερον, για να μη διαταραχθεί περαιτέρω η εμπιστοσύνη των καταθετών χρειαζόταν συνεχής εφοδιασμός του τραπεζικού δικτύου με χρηματικό απόθεμα, ώστε να μην εκδηλωθούν κρούσματα έλλειψης μετρητών σε τράπεζες και αυτόματα μηχανήματα.
Τρίτον, χρειάστηκε να χαραχθεί μια στρατηγική για την ανακεφαλαιοποίηση, εξυγίανση και αναδιάταξη του τραπεζικού συστήματος. Σημείο εκκίνησης για τη στρατηγική αυτή ήταν η πρώτη διαγνωστική μελέτη που διεξήχθη με τη βοήθεια της BlackRock το 2011 και η μελέτη βιωσιμότητας των τραπεζών που ακολούθησε το 2012.
Η Τράπεζα της Ελλάδος προσέλαβε ξένους οίκους για να τη συνδράμουν στα έργα αυτά, με πρωταρχικό στόχο να εμπεδώσει διεθνώς την εμπιστοσύνη στην αντικειμενικότητα και ανεξαρτησία των εκτιμήσεων ως προς τις κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών. Οι τέσσερις τράπεζες που αναδείχθηκαν βιώσιμες ανακεφαλαιοποιήθηκαν με έναν συνδυασμό ιδιωτικών και κρατικών κεφαλαίων. Οι μη βιώσιμες τράπεζες, που δεν κατάφεραν να βρουν ιδιωτικά κεφάλαια, εξυγιάνθηκαν χωρίς να χαθεί έστω και ένα ευρώ καταθέσεων. Συνολικά έγιναν δώδεκα εξυγιάνσεις τραπεζών, χρησιμοποιώντας τις διατάξεις ενός νέου νομοθετικού πλαισίου του 2011, στη διαμόρφωση του οποίου η Τράπεζα της Ελλάδος είχε κρίσιμη συμβολή.
Η αναδιάταξη του τραπεζικού συστήματος συνεχίστηκε με την απορρόφηση θυγατρικών ή υποκαταστημάτων ξένων τραπεζών από μεγάλες ελληνικές τράπεζες. Έτσι, φτάσαμε στο 2014 με τέσσερις μεγάλες τράπεζες και δύο-τρεις μικρότερες, από 20 περίπου που είχαμε στην αρχή της κρίσης.
Το 2013 ζητήθηκε από τη BlackRock η διεξαγωγή νέας διαγνωστικής μελέτης. Με βάση τα αποτελέσματα της νέας αυτής άσκησης, η Τράπεζα της Ελλάδος επικαιροποίησε τις κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών.
Η αξιοπιστία της άσκησης και η εμπιστοσύνη των αγορών αποτυπώθηκαν στις επιτυχείς αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου που διενήργησαν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες μέσα σε χρονικό διάστημα δύο μόλις μηνών, προσελκύοντας το ενδιαφέρον διεθνών επενδυτών. Οι δύο από τις τέσσερις κάλυψαν μάλιστα όχι μόνο τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που προέκυψαν από την άσκηση προσομοίωσης, αλλά και τα κεφάλαια που απαιτούνταν για την επαναγορά των προνομιούχων μετοχών.
Χάρη στις ενέργειες της ΤτΕ και στη στήριξη που παρείχε το Ευρωσύστημα με κρίσιμης σημασίας αποφάσεις του, οι τράπεζες συνέχισαν να λειτουργούν εύρυθμα, ακόμη και στις περιόδους γενικευμένης αβεβαιότητας. Αποτράπηκε έτσι μια ανοικτή τραπεζική κρίση, που θα είχε άμεση επίπτωση και ως προς την πορεία της χώρας εντός ή εκτός της ζώνης του ευρώ. Συγχρόνως, το τραπεζικό σύστημα, παρά τις μεγάλες ζημιές που υπέστη, αντιμετώπισε αποτελεσματικά τα προβλήματά του και αναδιατάχθηκε σε στέρεες βάσεις.
Σημειώνεται ότι αν και η κρίση στην Ελλάδα ξεκίνησε από τον δημόσιο τομέα, η μετάδοσή της στο τραπεζικό σύστημα ήταν αναπόφευκτη. Το τραπεζικό σύστημα επλήγη κατ’ αρχάς από τις διαδοχικές υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου, που συμπαρέσυραν και τις διαβαθμίσεις των τραπεζών