Επίτευξη ανάπτυξης 2,5% για το 2024, αλλά και σημεία που πρέπει να προσεχθούν κυρίως σε ό,τι αφορά στην αύξηση των μισθών και στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, υπογραμμίζει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής στην τριμηνιαία έκθεση του.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού τοποθετεί τον ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας στο 2,5% και σε 2,9% για τον πληθωρισμό, επισημαίνοντας ωστόσο, πως η πορεία της ελληνικής ανάπτυξης θα εξαρτηθεί και από τον ρυθμό απορρόφησης των επενδυτικών πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης ύψους 3,6 δισ. ευρώ που προγραμματίζονται για το 2024, επεξεργαζόμενο μάλιστα εναλλακτικά σενάρια.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Εισάγοντας την υπόθεση ότι η πραγματική οικονομία απορροφά κατά το ήμισυ τους ανωτέρω πόρους, ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ για το 2024 διαμορφώνεται στο 2,7%. Με την αισιόδοξη υπόθεση για διοχέτευση των πόρων του ΤΑΑ κατά τα τρία τέταρτα του συνόλου τους, ο ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ διαμορφώνεται στο 2,9%, στο ύψος της εκτίμησης του Προϋπολογισμού του 2024.
Τέλος, με πλήρη διοχέτευση των πόρων του ΤΑΑ στην πραγματική οικονομία ο ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ διαμορφώνεται στο 3,2%. Επομένως η επιτάχυνση του ρυθμού των επενδύσεων και της διοχέτευσης πόρων του ΤΑΑ είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη ανάπτυξης που υπερβαίνει το 2,5% και που βρίσκεται κοντά στην πρόβλεψη – στόχο του Προϋπολογισμού.
Επιπλέον, σύμφωνα με την εκτίμηση του Γραφείου, το ενοποιημένο Πρωτογενές Αποτέλεσμα Γενικής Κυβέρνησης το 2023 καταγράφει πλεόνασμα 3,624 δισ. ευρώ (που ισοδυναμεί με βελτίωση 4,150 δισ. ευρώ σε σύγκριση με το αντίστοιχο δωδεκάμηνο του 2022, και υπερβαίνει σημαντικά την τελευταία εκτίμηση πρωτογενούς πλεονάσματος που αποτυπώνεται στην Εισηγητική του Προϋπολογισμού 2024, ύψους 2,555 δισ. ευρώ.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Οι «αστερίσκοι»
Ωστόσο, στο πεδίο του πληθωρισμού, αν και έχει σημειωθεί επιβράδυνση του γενικού δείκτη, η έκθεση επισημαίνει πως ο πυρήνας παρουσιάζεται πιο επίμονος, διαμορφούμενος στο 3,3% για τον Φεβρουάριο 2024, ενώ το ίδιο ισχύει και για την Ευρωζώνη, γεγονός που δυσκολεύει τις αποφάσεις της ΕΚΤ για χαλάρωση της νομισματικής σύσφιξης. Ιδιαίτερα επίμονος παρουσιάζεται και ο πληθωρισμός τροφίμων που σύμφωνα με την ανάλυση του Γραφείου συνεισέφερε κατά 56% στον συνολικό ετήσιο πληθωρισμό μεταξύ Ιανουαρίου 2023 και Ιανουαρίου 2024, αφαιρώντας από την αγοραστική δύναμη του εισοδήματος κυρίως των πιο ευάλωτων νοικοκυριών.
Για την περαιτέρω μείωση του πληθωρισμού, το Γραφείο κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τα επίπεδα των μισθών. Στο σενάριο των έντονων απαιτήσεων για αύξηση ονομαστικών μισθών σε σημαντικά υψηλότερο ποσοστό από αυτό που προκύπτει από το άθροισμα πληθωρισμού και παραγωγικότητας, ενεργοποιείται ένα αντιπαραγωγικό και αυτοτροφοδοτούμενο σπιράλ αυξήσεων μισθών και τιμών, οδηγώντας τελικά τον πληθωρισμό σε υψηλότερο επίπεδο κατά μία ποσοστιαία μονάδα για το 2024, στο 3,9%.
Η έκθεση επισημαίνει πως με υψηλότερο πληθωρισμό σε σχέση με τους βασικούς εμπορικούς εταίρους, η ελληνική οικονομία θα έχει απώλειες σε όρους διεθνούς ανταγωνιστικότητας, με συνέπεια:
α) μείωση εξαγωγών,
β) μείωση απασχόλησης, πραγματικών μισθών και ιδιωτικής κατανάλωσης,
γ) μείωση επενδύσεων. Το σενάριο αυτό, σύμφωνα με τους υπολογισμούς καταλήγει σε απώλειες ΑΕΠ κατά περίπου 2,4 δισ. ευρώ – που αντιστοιχεί σε 1,2% του ΑΕΠ – σε ορίζοντα τριετίας.
Επιπλέον, οι απώλειες ΑΕΠ συνεπάγονται απώλειες δημοσίων εσόδων.
Το Γραφείο θεωρεί ότι χρειάζεται μεγάλη προσοχή σε όποιες υπέρμετρες αυξήσεις ονομαστικών μισθών. Ειδικότερα οι αυξήσεις θα πρέπει να είναι ανάλογες των δυνατοτήτων της οικονομίας ώστε να μην υπονομεύουν την ανταγωνιστικότητα της. Τονίζεται πως η πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 6,4% βρίσκεται οριακά μέσα στις δυνατότητες της οικονομίας, αν δεν τις ξεπερνάει. Από αυτό θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο η οικονομία επιτύχει έναν ισχυρό ρυθμό ανάπτυξης μέσα στο 2024.