Σύμφωνα με ερευνητικό σημείωμα του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, εντοπίζονται σημαντικές εξελίξεις στη σύνθεση των επενδυτών που διακρατούν ελληνικό χρέος τα τελευταία χρόνια, οι οποίες έχουν πολλαπλή αλληλεπίδραση με τη διαθεσιμότητα του δημοσιονομικού χώρου.
«Είναι σημαντικό ότι το 70% του ελληνικού δημόσιου χρέους βρισκόταν στα χαρτοφυλάκια του ξένου επίσημου τομέα στα τέλη του 2024, ως αποτέλεσμα των συμφωνιών αναδιάρθρωσης κατά την εποχή της κρίσης.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Αυτό το τμήμα του χρέους είναι κλειδωμένο σε αρκετά χαμηλά επιτόκια (πολύ χαμηλότερα από αυτά της αγοράς), διαμορφώνοντας ένα χαμηλό πραγματικό επιτόκιο εξυπηρέτησης του χρέους. Επιπλέον, το χαρτοφυλάκιο του ελληνικού χρέους χαρακτηρίζεται από πολύ μεγάλη μέση ωρίμανση, η οποία υπολογιζόταν στα 18,8 χρόνια στα τέλη του 2024. Ακόμα και αν συμπεριληφθούν οι αναβαλλόμενες πληρωμές τόκων των δανείων του EFSF, το μέσο πραγματικό επιτόκιο το 2024 (σε ταμειακή βάση) ήταν μόλις 1,73%.
Εάν αυτό συγκριθεί με το μέσο επιτόκιο της αγοράς για τα 10ετή ομόλογα, το οποίο διαμορφώθηκε στο 3,4% το ίδιο έτος, προκύπτει ότι η Ελλάδα απολαμβάνει ένα «πριμ σταθερότητας» της τάξεως του 1,67% και αναδεικνύει τις τεράστιες εξοικονομήσεις στο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους. Η ιδιαίτερα ευνοϊκή σύνθεση της επενδυτικής βάσης της Ελλάδας, που προσιδιάζει στην παρουσία επενδυτών που «αγοράζουν ομόλογα και τα κρατούν» (“buy and hold” investors) με μακροπρόθεσμες προοπτικές, σε συνδυασμό με τα υποστηρικτικά μέτρα πολιτικής της ΕΚΤ, συμβάλλουν στη θωράκιση της ελληνικής αγοράς ομολόγων από τη βραχυπρόθεσμη αβεβαιότητα».
Ωστόσο, όπως τονίζεται στην ανάλυση, ενώ η Ελλάδα επωφελείται από ευνοϊκή σύνθεση επενδυτών και συνθήκες εξυπηρέτησης του χρέους, οι μελλοντικές εκδόσεις χρέους σε επιτόκια της αγοράς και τα αυξανόμενα ευρωπαϊκά κόστη δανεισμού ενδέχεται να δημιουργήσουν πρόσθετη πίεση στη δημοσιονομική θέση της χώρας. Επιπλέον, «στις σημερινές συνθήκες αυξημένης γεωπολιτικής αβεβαιότητας, η προβλεπόμενη αύξηση στην έκδοση ομολόγων από τις κυβερνήσεις της ΕΕ ώστε να χρηματοδοτηθούν όχι μόνο αμυντικές δαπάνες και δαπάνες για υποδομές αλλά και η ενεργειακή μετάβαση, θα οδηγήσουν πιθανότατα σε υψηλότερα κόστη δανεισμού, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα».
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Γι’ αυτό και το σημείωμα του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή παρατηρεί ότι είναι καθοριστικής σημασίας η προσήλωση στη δημοσιονομική σύνεση, η αξιοποίηση των χρηματοδοτικών μηχανισμών της ΕΕ, η συνέχιση των προσπαθειών μείωσης του χρέους και η επιτάχυνση μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής επίσης χαρακτηρίζει «ευπρόσδεκτη εξέλιξη» το πλαίσιο του σχεδίου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ReArm Europe «ιδίως εάν οι πρόσθετες αμυντικές δαπάνες θα μπορούν να χρηματοδοτηθούν μέσω πόρων της ΕΕ», κάνοντας έκκληση για μια συμφωνία έκδοσης κοινού χρέους πέραν από το χαρτοφυλάκιο των 150 δισ. ευρώ.
Τονίζει ακόμη στα συμπεράσματα της έρευνας την ανάγκη ενίσχυσής της άμυνας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κάτι που δημιουργεί μία σημαντική δημοσιονομική πρόκληση για όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, η οποία διαχρονικά διαθέτει μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ σε αμυντικές δαπάνες σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2022 οι αμυντικές δαπάνες της χώρας μας ανήλθαν στο 2,6% του ΑΕΠ, υπερκαλύπτοντας σταθερά τον στόχο του ΝΑΤΟ για δαπάνες ύψους τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ και ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν μόλις 1,3% του ΑΕΠ.
«Σε αυτή τη δημοσιονομική άσκηση δεν πρέπει να υπάρχουν νικητές και ηττημένοι. Για να κερδίσει έδαφος το σχέδιο της Επιτροπής, η πλειοψηφία των κρατών-μελών της ΕΕ θα πρέπει να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες της. Ταυτόχρονα, τα κράτη-μέλη της ΕΕ που έχουν ιστορικά διαθέσει στην άμυνα υψηλό ποσοστό του ΑΕΠ τους (όπως η Ελλάδα, η Πολωνία, η Εσθονία, η Λιθουανία και η Φινλανδία), με αντίτιμο τις μειωμένες δημόσιες δαπάνες σε άλλους τομείς, πρέπει να τύχουν δίκαιης μεταχείρισης.
Είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας, που αποτελεί ήδη μία από τις χώρες με τις υψηλότερες αμυντικές δαπάνες στην ΕΕ, να υποστηρίξει ότι οι σχεδιασμένες αμυντικές δαπάνες από χώρες που παραδοσιακά διαθέτουν υψηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ τους στην άμυνα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με τον ίδιο τρόπο που θα αντιμετωπιστούν οι χώρες με ιστορικά χαμηλές δαπάνες οι οποίες θα αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες τους», αναφέρει το Γραφείο.
Ταυτόχρονα, αναδεικνύεται η ανάγκη «να κάνει η Ευρώπη ως σύνολο ένα τολμηρό βήμα προς τη συμφωνία έκδοσης κοινού χρέους, πέρα από το χαρτοφυλάκιο των 150 δισ. ευρώ που ανακοινώθηκε στο σχέδιο ReArm Europe», δεδομένου ότι μεσοπρόθεσμα καμία χώρα δεν μπορεί από μόνη της να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες της με αξιοπιστία, χωρίς να θέσει σε αμφισβήτηση τη δημοσιονομική σταθερότητά της. Στο σημείο αυτό, σχολιάζεται ότι ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στη στήριξη των αγορών ευρωπαϊκών ομολόγων θα είναι επίσης καθοριστικός, εάν ενταθούν εκ νέου οι κίνδυνοι αναταράξεων και κατακερματισμού, «όμως σε περίπτωση νέων πληθωριστικών σοκ ενδέχεται να προκύψουν επιπλοκές που θα μπορούσαν να περιορίσουν την ικανότητα της ΕΚΤ να προσφέρει νομισματικά μέτρα τόνωσης».