Διπλό καμπανάκι για την ακρίβεια και τις συνέπειες στην τσέπη, αλλά και την…υγεία των καταναλωτών κρούει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας (ΤτΕ), Γιάννης Στουρνάρας, στην έκθεση του για τη νομισματική πολιτική, η οποία δημοσιεύτηκε σήμερα (26.06.24).
Συγκεκριμένα, ο κ. Στουρνάρας στην έκθεσή του αναφέρει πως «οι προσδιοριστικοί παράγοντες αυτοί ξεχωριστά χαρακτηρίζονται από μεγάλη μεταβλητότητα και συνεπώς μικρότερη επιμονή. Ωστόσο, όταν επιδρούν σωρευτικά και ταυτόχρονα στον πληθωρισμό ειδών διατροφής, τότε το αποτέλεσμα είναι η μεγαλύτερη επιμονή του.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Την περίοδο 2021 – 2023 οι τιμές αυξήθηκαν εξαιτίας της ταχύτερης ανάκαμψης της ζήτησης, ενώ ακολούθησε ο πόλεμος στην Ουκρανία, ο οποίος επηρέασε σημαντικά μια σειρά από προσδιοριστικούς παράγοντες των τιμών των ειδών διατροφής, όπως η ενέργεια, οι τιμές των σιτηρών και άλλων πρώτων υλών, οι τιμές των λιπασμάτων κ.α.».
Στη συνέχεια, ο διοικητής της ΤτΕ, επισημαίνει πως «το αθροιστικό αποτέλεσμα όλων αυτών των επιδράσεων εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τη μεγαλύτερη επιμονή του πληθωρισμού ειδών διατροφής τα τελευταία τρία χρόνια, ενώ ταυτόχρονα αναδύονται και νέοι παράγοντες αβεβαιότητας, όπως η κλιματική αλλαγή και η συνακόλουθη μεταβλητότητα στις τιμές των τροφίμων.
Κατά συνέπεια, η μελλοντική πορεία του πληθωρισμού ειδών διατροφής θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό από την ύπαρξη και τη φύση πιθανών πληθωριστικών διαταραχών στο μέλλον. Ωστόσο, εάν ληφθούν υπόψη οι εκτιμώμενες τιμές της παραμέτρου επιμονής, η αβεβαιότητα για τη μελλοντική πορεία του πληθωρισμού ειδών διατροφής είναι μεγάλη».
Υγειονομικοί κίνδυνοι
Παράλληλα, ο διοικητής της ΤτΕ επισημαίνει πως “Οι διαρκώς αυξανόμενες τιμές των ειδών διατροφής έχουν πολύ σημαντικές επιπτώσεις στο εισόδημα των νοικοκυριών, δεδομένου ότι τα τρόφιμα κατατάσσονται στα αγαθά πρώτης ανάγκης, με ιδιαίτερα χαμηλή ελαστικότητα ζήτησης. Επιπρόσθετα, η υψηλή επιμονή του πληθωρισμού ειδών διατροφής έχει σημαντικές αναδιανεμητικές συνέπειες, καθώς τα νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα επιβαρύνονται δυσανάλογα σε σύγκριση με νοικοκυριά που βρίσκονται υψηλότερα στην εισοδηματική κατανομή, αφού υποχρεώνονται να αφιερώσουν μεγαλύτερο αναλογικά μέρος του εισοδήματός τους στην κάλυψη των διατροφικών τους αναγκών”.
“Αντιμετωπίζοντας μάλιστα και υψηλά επίπεδα τιμών, τα νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα συχνά ωθούνται στην υποκατάσταση τροφίμων υψηλότερης διατροφικής αξίας από τρόφιμα κατώτερης διατροφικής αξίας, με αποτέλεσμα την υποβάθμιση της ποιότητας της διατροφής τους και ως εκ τούτου τη δημιουργία υγειονομικών κινδύνων για τα μέλη τους”, σημείωσε ο ίδιος.