Τρίτη, 15 Οκτ.
27oC Αθήνα

Μεσοπρόθεσμο Σχέδιο 2025 – 2028: Κατατέθηκαν στην Κομισιόν οι δημοσιονομικοί στόχοι για ανάπτυξη, δαπάνες και χρέος

Μεσοπρόθεσμο Σχέδιο 2025 – 2028: Κατατέθηκαν στην Κομισιόν οι δημοσιονομικοί στόχοι για ανάπτυξη, δαπάνες και χρέος

Κατατέθηκε σήμερα (15.10.2024), σύμφωνα με τις προβλεπόμενες προθεσμίες, το Μεσοπρόθεσμο 2025 – 2028 ή Draft Budgetary Plan (DBP) 2025, που επαληθεύει τα δημοσιονομικά μεγέθη από το Προσχέδιο Προϋπολογισμού, από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Το DBP επιβεβαιώνει τα δημοσιονομικά μεγέθη των ετών 2024 και 2025, όπως αποτυπώθηκαν στο Προσχέδιο Προϋπολογισμού 2025 που κατατέθηκε στις 7 Οκτωβρίου 2024 στην Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής. Με αυτόν το τρόπο επιβεβαιώνεται και ως προς την διεθνή κοινότητα, ότι ο στόχος για διατήρηση των πρωτογενών δαπανών εντός των ορίων που τίθενται στο Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό – Διαρθρωτικό Σχέδιο 2025 – 2028 είναι εφικτός.

Παράλληλα, στο DBP περιλαμβάνονται όλα τα δημοσιονομικά μέτρα όπως εξαγγέλθηκαν το προηγούμενο διάστημα και έχουν αποτυπωθεί στο Προσχέδιο του Προϋπολογισμού 2025, ενώ παρατίθενται αναλυτικά και οι υλοποιούμενες μεταρρυθμίσεις που συνάδουν με τις Ευρωπαϊκές προτεραιότητες.

Ακόμη στο DBP καταγράφεται ως αποτέλεσμα των νέων δημοσιονομικών μέτρων της κυβέρνησης, η μείωση τόσο των δεικτών φτώχιας, όσο και η μείωση των σχετικών δεικτών ανισοτήτων.

Προβλέψεις και στόχοι για το 2025

Στο πλαίσιο ενός ευμετάβλητου παγκόσμιου περιβάλλοντος ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ της Ελλάδας το 2025 προβλέπεται στο 2,3%, κάτι που σηματοδοτεί το τρίτο συνεχές έτος που η Ελλάδα διατηρεί ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ άνω του 2,0%. Αυτό συνεπάγεται επίσης συνεχιζόμενη υπεραπόδοση σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο αύξησης του ΑΕΠ (1,4% για τη ζώνη του ευρώ και 1,6% για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με τις εαρινές οικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2024).

Η αύξηση των επενδύσεων προβλέπεται να ανέλθει σε 8,4% το 2025, έναντι 6,7% το 2024, με ισχυρούς ετήσιους ρυθμούς αύξησης τόσο στις επενδύσεις σε εξοπλισμό (11,1%) όσο και στις κατασκευές (8,1%). Το επενδυτικό χάσμα της Ελλάδας έναντι της ζώνης του ευρώ, θα συνεχίσει να συρρικνώνεται το 2025 για έκτο συνεχές έτος, αφού διευρύνθηκε την εποχή της οικονομικής προσαρμογής και κορυφώθηκε το 2019.

Οι πραγματικές επενδύσεις στην Ελλάδα αναμένεται να ανακάμψουν στο 15,8% του ΑΕΠ, έναντι σχετικά σταθερού 21,3% του ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ. Αυτό αντιπροσωπεύει σωρευτική βελτίωση πάνω από το ήμισυ (51,4%) του επενδυτικού κενού της Ελλάδας το 2025 σε σύγκριση με το 2019, με το επενδυτικό κενό να διαμορφώνεται στις 5,4 ποσοστιαίες μονάδες για το έτος, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010.

Πέραν της επενδυτικής δυναμικής, ένα μέρος της αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ το 2025 εκτιμάται ότι θα προέλθει από την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης (+1,6% σε ετήσια βάση). Η πραγματική κατανάλωση των νοικοκυριών θα διατηρηθεί χάρη στις θετικές τάσεις της απασχόλησης (+0,7%), την αύξηση του ονομαστικού εισοδήματος από τους μισθούς του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα (+3,4%) και τη μείωση της επίδρασης του πληθωρισμού στα πραγματικά εισοδήματα.

Ο εναρμονισμένος πληθωρισμός το 2025 εκτιμάται ότι θα προσεγγίσει σε μεγάλο βαθμό τον μεσοπρόθεσμο στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στο 2,1%. Οι υποκείμενες πιέσεις στις τιμές των τροφίμων και της ενέργειας αναμένεται να μετριαστούν περαιτέρω και ο πυρήνας του πληθωρισμού αναμένεται να σταθεροποιηθεί σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο, στο 2,2%, πλησιάζοντας το επίπεδο που προβλέπεται για τον συνολικό πληθωρισμό.

Με βάση την έρευνα εργατικού δυναμικού, το ποσοστό ανεργίας αναμένεται να μειωθεί το 2025, φθάνοντας σε μονοψήφιο ποσοστό, 9,7% του εργατικού δυναμικού, για πρώτη φορά από το 2009, ενώ το ποσοστό αυτό είναι ακόμη χαμηλότερο σε όρους εθνικής λογιστικής, φθάνοντας το 8,5% του εργατικού δυναμικού. Η μείωση αυτή επωφελείται από την εύρωστη εγχώρια οικονομική δραστηριότητα και τις συνέργειες του PIB και του ελληνικού σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0» για την απασχόληση.

Σύμφωνα με τις Εαρινές Οικονομικές Προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η αναμενόμενη αύξηση το 2025 της αμοιβής των μισθωτών κατά 3,4% και της αμοιβής ανά μισθωτό κατά 2,7%, (πέραν του πληθωρισμού 2,1%), υποδηλώνει κέρδη για τον πραγματικό μέσο μισθό για τρίτο συνεχές έτος. Τα κέρδη αυτά συνδέονται επίσης με την περαιτέρω αύξηση του κατώτατου και του μέσου μισθού (με την κυβέρνηση να θέτει ως στόχο τα 950 ευρώ και τα 1.500 ευρώ, αντίστοιχα, το 2027).

Σημειώνεται ότι αν ληφθεί υπόψη η μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, η καθαρή αύξηση είναι ακόμη μεγαλύτερη. Η παραγωγικότητα της εργασίας αναμένεται να αυξηθεί εντονότερα το 2025 (+1,6% σε ετήσια βάση έναντι +1,0% το 2024), επωφελούμενη από τον μετασχηματισμό της οικονομίας στο πλαίσιο του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και των κυβερνητικών μεταρρυθμίσεων, προστατεύοντας έτσι την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.

Όσον αφορά τον εξωτερικό τομέα, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αναμένεται να αυξηθούν το 2025 κατά 4,0%, ταχύτερα από τις εισαγωγές που αναμένεται να αυξηθούν κατά 3,6%. Ο ρυθμός αύξησης των εξαγωγών αγαθών εκτιμάται σε 3,0%, που συνδέεται με τη θετική μεταβολή της εξωτερικής ζήτησης και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών εξαγωγών.

Ο ρυθμός αύξησης των εισαγωγών αγαθών εκτιμάται σε 3,8%, που συνδέεται με τη σημαντική αύξηση των επενδύσεων και τη διατήρηση του ρυθμού αύξησης της κατανάλωσης. Οι καθαρές εξαγωγές υπηρεσιών αναμένεται να έχουν θετική επίδραση στην ανάπτυξη (0,7% του ΑΕΠ), που συνδέεται με τη ναυτιλία και τον τουρισμό. Το ονομαστικό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σε όρους εθνικής λογιστικής αναμένεται να βελτιωθεί κάτω από το 5% του ΑΕΠ το 2025.

Για το 2025, αναμένεται να επιτευχθεί ένα βιώσιμο και ισχυρό πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του +2,5% του ΑΕΠ, με βάση τη σταθερή αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας. Το συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα εκτιμάται στο 0,6% του ΑΕΠ, παραμένοντας σημαντικά κάτω από την τιμή αναφοράς του 3% του ΑΕΠ. Η βελτίωση του πρωτογενούς πλεονάσματος σε σύγκριση με το Πρόγραμμα Σταθερότητας (+0,4 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ) αποδίδεται κυρίως στη θετική μεταφερόμενη επίδραση της είσπραξης φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης.

Ταυτόχρονα, η συνετή δημοσιονομική πολιτική επέτρεψε την ένταξη νέων, αναπτυξιακών και υποστηρικτικών μέτρων πολιτικής, όπως περιγράφονται στην επόμενη ενότητα, στο πλαίσιο των νέων στόχων του ευρωπαϊκού πλαισίου διακυβέρνησης. Στο μεταρρυθμισμένο ευρωπαϊκό πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης που τέθηκε σε ισχύ τον Απρίλιο του 2024, ο δείκτης καθαρών δαπανών διαδραματίζει κεντρικό ρόλο, καθώς έχει καταστεί το ενιαίο επιχειρησιακό σημείο αναφοράς για τη δημοσιονομική εποπτεία, με άξονα τη βιωσιμότητα του χρέους.

Ο νέος δείκτης βασίζεται στην εξέλιξη των εθνικά χρηματοδοτούμενων καθαρών πρωτογενών δαπανών και ορίζεται ως οι δαπάνες της γενικής κυβέρνησης αφαιρουμένων: των δαπανών για τόκους, των μέτρων διακριτικής ευχέρειας για τα έσοδα, των δαπανών για προγράμματα της ΕΕ που αντιστοιχούν πλήρως στα έσοδα της ΕΕ, των εθνικών δαπανών για προγράμματα συγχρηματοδότησης, καθώς και των κυκλικών στοιχείων των δαπανών για επιδόματα ανεργίας και των έκτακτων δαπανών.

Οι καθαρές δαπάνες για το 2025 εκτιμάται ότι θα αυξηθούν κατά 3,6%, μη υπερβαίνοντας τη δέσμευση του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Διαρθρωτικού Σχεδίου 2025-2028, το οποίο υποβλήθηκε στις 7 Οκτωβρίου 2024 και όριζε τον ετήσιο ρυθμό αύξησης του δείκτη σε 3,7%, διασφαλίζοντας τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις για τη βιωσιμότητα του χρέους και τηρώντας τις διασφαλίσεις.

Για το 2024, οι καθαρές πρωτογενείς δαπάνες που χρηματοδοτούνται από το κράτος προβλέπεται να αυξηθούν κατά 2,6%, σύμφωνα με τον μέγιστο ρυθμό αύξησης που συνέστησε το Συμβούλιο για το τρέχον έτος. Το χρέος της γενικής κυβέρνησης εκτιμάται στο 153,7% του ΑΕΠ στο τέλος του 2024, έναντι 161,9% του ΑΕΠ το 2023. Για το τέλος του 2025, το χρέος της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται στο 149,1% του ΑΕΠ, δηλαδή μειωμένο κατά 4,6 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ σε σύγκριση με το 2024.

Μακρο-οικονομία Τελευταίες ειδήσεις