Παρά την ομαλοποίηση των τιμών σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) κατά το τελευταίο έτος, το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας που προκαλεί στην ελληνική βιομηχανία το υψηλό ενεργειακό κόστος παραμένει αμείωτο.
Άλλωστε, πρόκειται για ένα σχετικό μέγεθος αναφορικά με τι ισχύει στις υπόλοιπες χώρες εντός και εκτός της ΕΕ, με τις οποίες ανταγωνίζεται η ελληνική βιομηχανία. Σύμφωνα με τα όσα δήλωσε πρόσφατα ο πρόεδρος της ΕΒΙΚΕΝ, Αντώνης Κοντολέων, οι εγχώριες βιομηχανίες πληρώνουν σχεδόν τη διπλάσια τελική τιμή για το ρεύμα που αγοράζουν. Συγκεκριμένα, κατά τους πρώτους μήνες του 2024 ήταν στα 70 ευρώ/MWh έναντι 46 ευρώ στη Γερμανία.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Αυτό οφείλεται σε πολλαπλούς λόγους:
Καταρχήν, είναι η ίδια η φύση της χονδρικής στην Ελλάδα που δεν επιτρέπει τη διαμόρφωση χαμηλότερων τιμών, αφού η χώρα μας δεν διαθέτει τις ευρείες διασυνδέσεις χωρών όπως η Γερμανία που της επιτρέπουν να δέχεται άφθονη ενέργεια από τα υδροηλεκτρικά της Σκανδιναβίας ή τα πυρηνικά της Γαλλίας.
Αντίστοιχα, ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της αντιστάθμισης, δηλαδή της κρατικής επιδότησης που λαμβάνουν οι βιομηχανίες για το κόστος των ρύπων τους. Οι ελληνικές μονάδες αμείβονται με 20 ευρώ/MWh λιγότερα από τις αντίστοιχες της Γερμανίας, παρόλο που οι δύο χώρες έχουν τους ίδιους δείκτες ρύπων CO2 στη βιομηχανία τους.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Πρόκειται για μια επιδότηση που στην Ελλάδα πέρυσι ήταν στα 35 ευρώ/MWh και φέτος θα μειωθεί στα 25 ευρώ. Επίσης, τα ποσά των προηγουμένων ετών δεν έχουν αποδοθεί ακόμα από το κράτος λόγω γραφειοκρατίας.
Πέραν των παραπάνω, υπάρχει και το κόστος της εξισορρόπησης που καλούνται να επωμισθούν οι καταναλωτές, προκειμένου να υπάρχουν θερμικές μονάδες σε ετοιμότητα για να καλύψουν τυχόν έλλειμμα ισχύος όταν δεν παράγουν τα αιολικά και τα φωτοβολταϊκά. Το συγκεκριμένο κόστος υπολογίζεται στα 15 ευρώ/MWh.
Σύμφωνα με τον κ. Κοντολέοντα, η λύση που προκρίνει η κυβέρνηση για τις ελληνικές βιομηχανίες είναι τα διμερή συμβόλαια απευθείας με παραγωγούς ΑΠΕ ώστε να εξασφαλίσουν χαμηλότερες τιμές. Όμως αυτό δεν δείχνει να λειτουργεί, καθώς σήμερα τα εν λόγω συμβόλαια καθίστανται ασύμφορα και εμπεριέχουν «τεράστιο επιχειρηματικό ρίσκο».
Τέλος, ο ίδιος δεν αναμένει ότι θα βρεθεί λύση σύντομα για τα προβλήματα και παράλληλα θέτει ζήτημα προτεραιοτήτων για την ενεργειακή πολιτική της χώρας. Ανέφερε χαρακτηριστικά τα ποσά με τα οποία επιδοτείται η ηλεκτροκίνηση, η οποία σε αντίθεση με τα ελληνικά εργοστάσια δεν οδηγεί σε άνοδο της εγχώριας παραγωγής.