Ενεργειακή αυτονομία, επενδύσεις μεγάλης κλίμακας και μείωση του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας για νοικοκυριά και επιχειρήσεις είναι τρεις κεντρικοί στόχοι του νέου Εθνικού Σχεδίου για την ενέργεια και το κλίμα για την περίοδο μέχρι το 2050 που παρουσιάστηκε σήμερα (11.10.2024) σε ημερίδα στην Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ).
Το Εθνικό Σχέδιο για την ενέργεια και το κλίμα στηρίζεται σε εκτιμήσεις για επενδύσεις ύψους 436 δισ. ευρώ έως το 2050 με τις οποίες δημιουργούνται 210.000 νέες θέσεις εργασίας και 6 δισ. ευρώ ετησίως συνεισφορά στο ΑΕΠ.
«Για πρώτη φορά μετά τη βιομηχανική επανάσταση η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να αποκτήσει ενεργειακή ανεξαρτησία. Είμαστε μια εισαγωγική και εξαρτώμενη ενεργειακά χώρα. Το σχέδιο αυτό οδηγεί στην εθνική και ενεργειακή ανεξαρτησία, αλλάζει το βαθύτερο οικονομικό υπόβαθρο της χώρας και επιφέρει πολύ σημαντική βελτίωση στο ισοζύγιο που αποτελεί διαρθρωτική αδυναμία από καταβολής του ελληνικού κράτους. Αν μπορέσουμε να διαχειριστούμε και το δημογραφικό, αυτή η αλλαγή είναι η βάση για ισχυρή Ελλάδα τις επόμενες δεκαετίες», ανέφερε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θεόδωρος Σκυλακάκης.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που περιλαμβάνει το σχέδιο του Εθνικού Σχεδίου, τις οποίες ανέλυσε η υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Αλεξάνδρα Σδούκου οι εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας θα φθάσουν σε 3,5 τεραβατώρες και πάνω από 11 το 2040 ενώ σήμερα η χώρα εισάγει 3 τεραβατώρες το χρόνο.
Το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας (μαζί με τις χρεώσεις για δίκτυα κλπ.) από 145 ευρώ ανά μεγαβατώρα το 2025 θα μειωθεί σε 95 ευρώ το το 2050. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα καλύπτουν το 75,2% της κατανάλωσης το 2030 (με ενδιάμεση κατάργηση του λιγνίτητο 2028) και το 95% το 2035, από 54% σήμερα ενώ η ζήτηση θα τριπλασιαστεί σχεδόν, στις 150 τεραβατώρες το 2050 από 55 το 2022.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας ανέφερε ότι το κόστος της κλιματικής κρίσης θα βαίνει αυξανόμενο όσο δεν λαμβάνονται μέτρα ενώ χαιρέτισε την προσπάθεια δημιουργίας συνολικής στρατηγικής με έμφαση στις ΑΠΕ, την αποθήκευση, τον εξηλεκτρισμό και την ανάπτυξη των δικτύων. Σε σχέση με το ισοζύγιο υπογράμμισε ότι οι εισαγωγές πετρελαίου φθάνουν στο υψηλό ποσοστό του 7% του ΑΕΠ.
Ο καθηγητής ΕΜΠ και μέλος της Διυπουργικής Επιτροπής ΕΣΕΚ, Παντελής Κάπρος διευκρίνισε ότι το μεγαλύτερο μέρος των επενδύσεων ύψους 436 δισ. θα γίνονταν ούτως ή άλλως (π.χ. για αγορές οικιακών συσκευών, αυτοκινήτων, κατασκευή μονάδων ηλεκτροπαραγωγής, δικτύων κλπ.). Το επιπλέον κόστος για την ενεργειακή μετάβαση εκτιμάται σε 2 – 3 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ και το τελικό αποτέλεσμα θα είναι η μείωση του κόστους της ενέργειας σε όλους τους τομείς (οικιακό, βιομηχανία, μεταφορές, κλπ).
Χαιρετισμούς στην παρουσίαση απεύθυναν ο Γενικός Γραμματέας Ενέργειας & Ορυκτών Πρώτων Υλών Αριστοτέλης Αϊβαλιώτης, ο γενικός γραμματέας Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων Πέτρος Βαρελίδης, ο πρόεδρος και γενικός διευθυντής του ΚΑΠΕ Δημήτρης Καρδοματέας.