Στις ΗΠΑ και τη Βρετανία, οι αποδόσεις των 10ετών κρατικών ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές έφθασαν το 4,8% και το 4,9% αντίστοιχα
Οι αρνητικές συνέπειες των μεγάλων δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του υψηλού δημόσιου χρέους ήρθαν ξανά στο προσκήνιο λόγω της πρόσφατης αύξησης στο κόστος δανεισμού μεγάλων χωρών, όπως των ΗΠΑ ή της Βρετανίας και, σε μικρότερο βαθμό, της Γαλλίας.
Στις ΗΠΑ και τη Βρετανία, οι αποδόσεις των 10ετών κρατικών ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές, οι οποίες διαμορφώνουν το κόστος δανεισμού τους, προσέγγισαν την περασμένη εβδομάδα το 5% – για την ακρίβεια έφθασαν το 4,8% και το 4,9%, αντίστοιχα, σημειώνοντας αύξηση πάνω από μία ποσοστιαία μονάδα από τον Σεπτέμβριο.
Δημοσιεύματα σε διεθνή οικονομικά μέσα ενημέρωσης αναφέρονται στην τιμωρία που επιβάλλουν οι «φρουροί» των ομολόγων (bond vigilants), δηλαδή οι επενδυτές που σπεύδουν να πωλήσουν το χρέος χωρών με χαλαρή δημοσιονομική διαχείριση και να το αγοράσουν στη συνέχεια με υψηλότερες αποδόσεις.
Σύμφωνα με ανάλυση της Morgan Stanley, η εκτίναξη των αποδόσεων για τα μακροπρόθεσμα ομόλογα των ΗΠΑ οφείλεται εν μέρει στις προσδοκίες των επενδυτών ότι η οικονομική ανάπτυξη και ο πληθωρισμός της χώρας θα τρέχουν με υψηλότερους ρυθμούς από ό,τι αναμενόταν προηγουμένως, κάτι που σημαίνει ότι και το «ουδέτερο» επιτόκιο της κεντρικής τράπεζας (Fed), το οποίο δεν περιορίζει ούτε ενισχύει την ανάπτυξη, θα είναι αντίστοιχα υψηλότερο.
Ωστόσο, η Morgan Stanley σημειώνει ότι η αύξηση στις αποδόσεις ενσωματώνει και την προσαύξηση που ζητούν οι επενδυτές ως αποζημίωση για τον κίνδυνο που αναλαμβάνουν αγοράζοντας χρέος για μία 10ετή περίοδο. Η Morgan Stanley εκτιμά ότι το επιπλέον «ασφάλιστρο» που ζητούν οι επενδυτές έχει αυξηθεί περίπου 30 μονάδες βάσης το τελευταίο δίμηνο και έφτασε στις 55 μ.β., ενώ ήταν μηδενικό στο μεγαλύτερο διάστημα των τελευταίων 15 ετών.
Στη Βρετανία, οι αποδόσεις αυξάνονται, επειδή οι επενδυτές θεωρούν ότι ο προϋπολογισμός που ανακοίνωσε η υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης των Εργατικών, Ρέιτσελ Ριβς, είναι υπεραισιόδοξος για τη μείωση του ελλείμματος, παρά τις σημαντικές αυξήσεις στις εργοδοτικές ασφαλιστικές εισφορές.
Με την προ διετίας έκρηξη του κόστους δανεισμού που προκάλεσαν οι εξαγγελίες της τότε πρωθυπουργού Λιζ Τρας για μεγάλες φορολογικές μειώσεις, να είναι ζωντανές στη μνήμη, είναι λογικό να επικρατεί ανησυχία στην κυβέρνηση της χώρας. Πρέπει να σημειωθεί ότι επιτόκια κοντά στο 5% αυξάνουν σημαντικά τις δαπάνες για εξυπηρέτησης του χρέους που πιέζουν ανοδικά το έλλειμμα, με κίνδυνο να δημιουργηθεί έτσι ένας φαύλος κύκλος αύξησης του χρέους, αν δεν ληφθούν πρόσθετα περιοριστικά μέτρα.
Στην Ευρωζώνη, η αύξηση στο κόστος δανεισμού που σημειώθηκε ήταν σημαντικά μικρότερη απ’ ό,τι στις ΗΠΑ και τη Βρετανία, με τον μεγαλύτερο αντίκτυπο να σημειώνεται στα ομόλογα της Γαλλίας, όπου επίσης το δημοσιονομικό έλλειμμα είναι πολύ υψηλό τα τελευταία χρόνια – εκτιμάται κοντά στο 6% του ΑΕΠ το 2024 – και το δημόσιο χρέος κινείται ανοδικά, έχοντας ξεπεράσει το 110% του ΑΕΠ.
Η πολιτική κρίση που προκλήθηκε από τις πρόωρες βουλευτικές εκλογές του περασμένου Ιουλίου, οι οποίες οδήγησαν σε μία τριχοτομημένη Βουλή όπου κανένα κόμμα ή παράταξη δεν είχε πλειοψηφία, επέτεινε προφανώς το πρόβλημα. Έξι μήνες μετά τις εκλογές, ο νέος πρωθυπουργός, Φρανσουά Μπαϊρού, δεν έχει μπορέσει ακόμη να καταθέσει προϋπολογισμό για το 2025.
Παρά την αύξηση, ωστόσο, κατά περίπου 60 μονάδες βάσης από τον Ιανουάριο του 2023, η απόδοση των γαλλικών 10ετών ομολόγων είναι πολύ χαμηλότερη από των αντίστοιχων αμερικανικών και βρετανικών καθώς την Πέμπτη διαμορφώνονταν στο 3,33%. Σε αυτό έχει συμβάλει ασφαλώς το γεγονός ότι οι επενδυτές εκτιμούν ότι ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη θα υποχωρήσει στον στόχο του 2% φέτος και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα προχωρήσει σε τρεις ή τέσσερις μειώσεις επιτοκίων έως τον Ιούνιο.
Ωστόσο, οι γαλλικοί τίτλοι είχαν υψηλότερη απόδοση από αυτή των 10ετών ομολόγων του ελληνικού δημοσίου, η οποία διαμορφώθηκε στο 3,30%, όσο ήταν περίπου και ένα χρόνο πριν. Παράλληλα, η απόδοση των ελληνικών τίτλων παραμένει χαμηλότερη από των αντίστοιχων ιταλικών (3,65%), δείχνοντας ότι η συνετή δημοσιονομική διαχείριση και τα πρωτογενή πλεονάσματα, σε συνδυασμό με την υψηλότερη ανάπτυξη σε σχέση με την Ευρωζώνη και την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, έχουν αποκαταστήσει τη δημοσιονομική αξιοπιστία της χώρας, με αποτέλεσμα να δανείζεται φθηνότερα από πολλές μεγάλες οικονομίες.
Η μεγάλη επιτυχία που είχε η έκδοση του νέου 10ετούς ελληνικού ομολόγου αναφοράς μέσα στην εβδομάδα που πέρασε επιβεβαίωσε αυτή την ανάκτηση της αξιοπιστίας καθώς η έκδοση έγινε ανάρπαστη, με προσφορές – ρεκόρ πάνω από 40 δισ. ευρώ και ταυτόχρονη μείωση του spread με τα γερμανικά ομόλογα.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ