Το φαινόμενο του πληθωρισμού καλά κρατεί παρά τις συχνές αυξομειώσεις του, καθώς εγχώριοι και διεθνείς παράγοντες συμβάλλουν στην συγκράτηση των τιμών σε υψηλά επίπεδα.
Από τα πλέον αρμόδια «χείλη» στην ελληνική οικονομία έχει εκφραστεί πολλάκις η θέση πως για το πρόβλημα της αύξησης των τιμών ευθύνεται κατά 80% ο εισαγόμενος πληθωρισμός, καθώς γεωπολιτικές και μακροοικονομικές δυνάμεις από το διεθνές περιβάλλον της Ελλάδας «εισβάλουν» στην ελληνική οικονομία δίνοντας ώθηση στην ακρίβεια.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Από την πλευρά του, το ΙΟΒΕ στην τριμηνιαία έκθεση του, κάνει αναλυτική αναφορά στους παράγοντες που επιδρούν ενισχυτικά στον πληθωρισμό, την ίδια στιγμή που η πρόβλεψη του για το 2024 κάνει λόγο για ένα αυξημένο δείκτη τιμών καταναλωτή στα επίπεδα του 3%.
Μάλιστα, εξετάζοντας το διάστημα των πρώτων 4 μηνών του έτους, εκτιμά πως η αποκλιμάκωση στην αγορά της ενέργειας είχε μόνο ήπια επίδραση στην ανάσχεση των τιμών καθώς ο πληθωρισμός στηρίχτηκε κυρίως στα μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά.
Οι διεθνείς αιτίες
Ο συνδυασμός των διεθνών και εγχώριων αιτιών κρατά τις τιμές υψηλά, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Όσον αφορά στις πρώτες, σημειώνεται ότι, τον Ιούνιο η ΕΕ επέβαλλε την 14η δέσμη κυρώσεων που αφορά στο διεθνές εμπόριο και την υλοποίηση νέων επενδύσεων για την ολοκλήρωση των υπό κατασκευή έργων LNG, θεσπίζοντας ελέγχους και περιορισμούς για εισαγωγές και εξαγωγές αγαθών που αφορούν σε βιομηχανικές δραστηριότητες, οι οποίες ενισχύουν τη θέση της Ρωσίας διεθνώς.
Στο «στενότερο» διεθνές εμπορικό πλαίσιο, προστίθεται η γεωπολιτική κατάσταση στην Μέση Ανατολή, η οποία έχει επίσης ανοδική επίδραση στον πληθωρισμό, καθώς η συνέχιση των αναταραχών στην περιοχή του Ισραήλ αναμένεται να αποσταθεροποιήσει το οικονομικό κλίμα και κυρίως την αγορά ενέργειας.
Επιπρόσθετα, περαιτέρω κλιμάκωση των πολεμικών διαταραχών στην περιοχή και ευρύτερα ενδεχομένως να επιφέρει πιέσεις στις τιμές των ενεργειακών αγαθών οι οποίες θα μπορούσαν να ενισχύσουν τον πληθωρισμό και να προκαλέσουν ανατιμήσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, με τις προσδοκίες για χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής να πλήττονται.
Τέλος, και οι αναταραχές στην Ερυθρά θάλασσα έχουν επιφέρει καθυστερήσεις στην διακίνηση των εμπορευμάτων προς την Ευρώπη αλλά και αύξηση του μεταφορικού κόστους, καθώς οι διελεύσεις των εμπορικών πλοίων μέσω της Διώρυγας του Σουέζ έχουν μειωθεί κατά 51% το α΄ εξάμηνο σε σχέση με ένα έτος πριν, ενώ και ο αριθμός των πλοίων που διέρχονται από το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας καταγραφεί σημαντική άνοδο, με το μεταφορικό κόστος να διογκώνεται και εν τέλει να επιδρά αυξητικά στις τιμές. Αξίζει να σημειωθεί πως η τιμή του brent το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου – Ιουνίου του 2024 κατέγραψε αύξηση 5,1% σε σχέση με πέρυσι.
Οι προσδοκίες δεν είναι ευνοϊκές για βελτίωση της κατάστασης καθώς ο OPEC+ κατά την τελευταία συνεδρίασή του, τον Ιούνιο, αποφάσισε να παρατείνει τις εθελοντικές περικοπές της παραγωγής πετρελαίου κατά 2,2 εκατ. βαρέλια ημερησίως έως το τέλος του 2025, ενώ ορισμένες χώρες μέλη του, με επικεφαλής την Σαουδική Αραβία ανακοίνωσαν ότι θα παρατείνουν τη μείωση της προσφοράς της κατά 1 εκατ. βαρέλια ημερησίως μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου.
Επιπλέον, και η Ρωσία, ανακοίνωσε ότι θα περιορίσει και τις εξαγωγές πετρελαίου, στο 1,5 εκατ. βαρέλια την ημέρα, μειωμένες σχεδόν κατά 500.000 βαρέλια την ημέρα σε σχέση με τον Ιούνιο του 2024 για όσο χρονικό διάστημα χρειαστεί ως αποτέλεσμα της περιορισμένης ικανότητας διύλισης στα διυλιστήρια της χώρας.
Από την πλευρά της ζήτησης, οι προοπτικές της παγκόσμιας ανάπτυξης το 2024 φαίνεται να ενισχύονται οριακά με την άνοδο του παγκόσμιου ΑΕΠ να αναμένεται το 2024, σε περίπου 3,1%. Ωστόσο, η ανάπτυξη από 2,5% στο 2,6% στις ΗΠΑ και σε πολλές αναδυόμενες οικονομίες φαίνεται να αντισταθμίζεται από την επιβράδυνση στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες λόγω της πιο χαλαρής νομισματικής πολιτικής, και της σταδιακής αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού.
Σε χαμηλότερα επίπεδα εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί ο ρυθμός ανάπτυξης στην Ευρωζώνη σε 0,7% το 2024, λόγω της ιδιωτικής κατανάλωσης καθώς τα πραγματικά εισοδήματα ενισχύονται, αλλά και της τόνωσης των επενδύσεων από την πιστωτική χαλάρωση και την εκταμίευση κεφαλαίων.
Οι εγχώριες αιτίες
Παράλληλα, όμως, με το διεθνές περιβάλλον επενεργούν και «εθνικοί» παράγοντες που ωθούν τις τιμές υψηλότερα.
Καθώς στην Ελλάδα εφαρμόζονται μέτρα ενίσχυσης του εισοδήματος, προκαλείται έτσι αύξηση της καταναλωτικής ζήτησης.
Συγκεκριμένα, για το 2024 η νέα αύξηση του κατώτατου μισθού και η αύξηση του επιδόματος ανεργίας από την 1η Απριλίου 2024, οι αυξήσεις στις συντάξεις κατά μέσο όρο 3,1% από 1η Ιανουαρίου 2024, το νέο μισθολόγιο του δημόσιου τομέα, μέτρα στήριξης του εισοδήματος «ευάλωτων» κοινωνικών ομάδων (χαμηλοσυνταξιούχοι, ΑΜΕΑ, δικαιούχοι ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος κ.ά.), η αύξηση των επιδομάτων σε νέες οικογένειες, καθώς και η επιστροφή των τριετιών αναμένεται να ενισχύσουν το διαθέσιμο εισόδημα, και ακολούθως και την εγχώρια ζήτηση, ενώ επιδραστική είναι και η αύξηση του αφορολόγητου και η μείωση του ΕΝΦΙΑ τα οποία διαμορφώνουν μία συνθήκη διεύρυνσης του διαθέσιμου εισοδήματος.
Αντίθετα, η μεσοσταθμική άνοδος της χονδρεμπορικής τιμής του ρεύματος αναμένεται να επιδράσει αυξητικά στα τιμολόγια ηλεκτρικού ρεύματος, με τα νοικοκυριά να δέχονται πιέσεις στο διαθέσιμο εισόδημά τους. Συνεπώς, το ΙΟΒΕ λαμβάνοντας υπόψη τους παραπάνω παράγοντες εκτιμά πως η συνολική καταναλωτική ζήτηση αναμένεται να ενισχυθεί το 2024 στην περιοχή του 1,2%, συντηρώντας σε ένα βαθμό τις υψηλές τιμές.
Το ίδιο ισχύει και για τις φυσικές καταστροφές κυρίως στη Θεσσαλία τον Σεπτέμβριο του προηγούμενου έτους οι οποίες ενδέχεται να επιδράσουν ενισχυτικά στις τιμές το 2024, κυρίως σε ορισμένες κατηγορίες αγαθών, όπως στα τρόφιμα.
Εμπλοκή στην πορεία σταθεροποίησης των τιμών έχουν και οι κυβερνητικές παρεμβάσεις στη φορολογία, σύμφωνα πάντα με την έκθεση του ΙΟΒΕ.
Η επαναφορά του συντελεστή ΦΠΑ στα σερβιριζόμενα μη αλκοολούχα ποτά στο 24% από την 1η Ιουλίου 2024, αναμένεται να επιδράσει ενισχυτικά στις τιμές, ήπια ωστόσο καθώς η εξέλιξη αυτή αφορά συγκεκριμένη κατηγορία προϊόντων.
Αντίθετα, οι μειωμένοι συντελεστές ΦΠΑ σε ορισμένα αγαθά και υπηρεσίες (μεταφορές, γυμναστήρια, σχολές χορού, θεάματα αναψυχής) παραμένουν για όλο το 2024, όπως και τα μέτρα στήριξης στα ακίνητα έως τον Δεκέμβριο του 2024.
Επιπρόσθετα, ο μειωμένος συντελεστής ΦΠΑ 13%, στα μη σερβιριζόμενα μη αλκοολούχα ποτά, καθώς και στα κόμιστρα στα ταξί, μονιμοποιείται, εξέλιξη που δεν αναμένεται να έχει καμία επίδραση στις τιμές.