Μπορεί να ακούγεται «παράδοξο», αλλά το επαληθεύουν τα στατιστικά στοιχεία για την ελληνική οικονομία: Η ανάπτυξη της αυξάνει το… εμπορικό έλλειμμα, δηλαδή το χάσμα μεταξύ εισαγωγών – εξαγωγών σε βάρος των δεύτερον.
Τι σημαίνει αυτό; Πως όσο περισσότερο μεγεθύνεται η ελληνική οικονομία, αυξάνεται η οικονομική εξάρτηση της (και άρα το ρίσκο της σε ενδεχόμενη διεθνή αναταραχή) από τα προϊόντα τα οποία εισάγει, όπως δείχνει η αύξηση του εμπορικού ελλείμματος της κατά τις περιόδους της ανάπτυξης!
Ωστόσο, όπως θα υπέθετε κανείς «λογικά» , θα έπρεπε να συμβεί το αντίθετο, δηλαδή η μεγέθυνση μίας οικονομίας να στηρίζεται όχι μόνο στην αύξηση των εξαγωγών (πράγμα το οποίο συντελείται στην περίπτωση της Ελλάδας) αλλά και στη μείωση των εισαγωγών, μέσω της υποκατάστασης τους από εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα.
Σύμφωνα με εκτενή μελέτη την οποία δημοσίευσε σήμερα (22.11.24) για το εμπορικό έλλειμμα, το τμήμα ερευνών της Eurobank (Εurobank Research), «το έλλειμμα στο ισοζύγιο αγαθών επιδεινώθηκε σημαντικά την περίοδο 1988-2008, κατά την οποία η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε με ένα μέσο ετήσιο ρυθμό 2,9%, με αποτέλεσμα να ανέλθει στα 44,3 δισ. ευρώ το 2008 από τα μόλις 5,8 δισ. ευρώ το 1988 (+7,6 φορές)».
Αντίθετα, αναφέρει η μελέτη της Eurobank «με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και την εφαρμογή των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής το έλλειμμα περιορίστηκε σημαντικά στα 16,5 δισ. ευρώ το 2015 (-62,9% συγκριτικά με το 2008). Ωστόσο, τα επόμενα έτη και μέχρι το 2023 σχεδόν διπλασιάστηκε για να ανέλθει στα 31,9 δισ. ευρώ το 2023, ενώ το αμέσως προηγούμενο έτος έφτασε τα 38,8 δισ. ευρώ».
Η μελέτη της Eurobank, δεν αναφέρει το μέσο ρυθμό ανάπτυξης την περίοδο 2009 -2023. Ωστόσο, μία ματιά, στα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, δείχνει πως κατά την περίοδο 2009 – 2023 (κατά την οποία μειώθηκε σε γενικές γραμμές το εμπορικό έλλειμμα), υπό το βάρος της χρεοκοπίας, των Μνημονίων, της κρίσης του κορονοϊού και έπειτα της ενεργειακής κρίσης κλπ. η ελληνική οικονομία… υπο – αναπτύχτηκε, δηλαδή συρρικνώθηκε, καθώς ο μέσος ρυθμός (μη) ανάπτυξης ανήλθε στο -1,1%.