Η τελευταία έκθεση φθινοπωρινών προβλέψεων της Κομισιόν πιστοποιεί την καλή πορεία που ακολουθεί η ελληνική οικονομία, και τους υψηλούς στόχους που θέτει για μηδενισμό ή και αντιστροφή στα επόμενα έτη, του δημοσιονομικού ελλείμματός της.
Συγκεκριμένα, με «όπλο» τα ισχυρά πρωτογενή πλεονάσματα η ελληνική οικονομία αναμένεται να μειώσει περαιτέρω το δημοσιονομικό έλλειμμα στο 0,1% του ΑΕΠ το 2025, ενώ το 2026 το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να μετατραπεί σε πλεόνασμα 0,2% του ΑΕΠ.
Όπως επισημαίνει η Κομισιόν, η δημοσιονομική βελτίωση αυτή αναμένεται να προέλθει από την αύξηση των φορολογικών εσόδων και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης που αντισταθμίζουν τις αυξημένες δαπάνες για συνταξιοδοτικές παροχές και μισθούς στο δημόσιο, μέτρα τα οποία άλλωστε περιέχονται στο κυβερνητικό πρόγραμμα και έχουν περιγράφει με λεπτομέρεια από το οικονομικό επιτελείο.
Για να είναι εφικτή αυτή η επιστροφή στη «γη της επαγγελίας» των πλεονασματικών προϋπολογισμών από την οποία η χώρα απέχει εδώ και πάρα πολλά χρόνια, απαιτείται η σταθερή εξοικονόμηση ισχυρών πρωτογενών πλεονασμάτων που θα εξασφαλίζουν την ομαλή εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους και προοδευτικά την μείωση του, γεγονός που επιτυγχάνεται όπως αποδεικνύεται από τις συνεχείς πρόωρες αποπληρωμές μνημονιακών δανείων με την επόμενη, ύψους 5 δισ. ευρώ, να αναμένεται μέσα στο 2025.
Πώς επιτυγχάνονται τα πρωτογενή πλεονάσματα
Μια προσεκτική ματιά στα στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού δείχνουν πως τα ογκώδη πρωτογενή πλεονάσματα είναι προϊόν -κατά βάση- της διαρκούς αύξησης που καταγράφεται στα κρατικά έσοδα, και δη στα φορολογικά που αποτελούν και τον πυρήνα των εισπράξεων που γεμίζουν τα δημόσια ταμεία, με παράλληλη συγκράτηση των δαπανών.
Γεγονός που σημαίνει πως τα πρωτογενή πλεονάσματα δεν πέφτουν από τον… ουρανό, ούτε και φυτρώνουν στα δέντρα, αλλά χτίζονται κατά κύριο λόγο με το περιεχόμενο της τσέπης των φορολογουμένων.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία για την εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού, στο 10μηνο του 2024 καταγράφηκε -άλλη μια- υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων έναντι του στόχου.
Και αυτό γιατί τα έσοδα από φόρους ανήλθαν σε 55,319 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 3,025 δισ. ευρώ ή 5,8% έναντι του στόχου που έχει περιληφθεί στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2024. Η υπερεκτέλεση αυτή προέρχεται τόσο από την καλύτερη απόδοση των φόρων εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων του προηγούμενου έτους που εισπράχθηκαν σε δόσεις μέχρι και το τέλος Φεβρουαρίου 2024, όσο και την καλύτερη απόδοση στην είσπραξη των φόρων του τρέχοντος έτους. Συνεπώς, η υπέρβαση των φορολογικών εσόδων έναντι των στόχων ανέρχεται σε 2,378 δισ. ευρώ.
Ωστόσο, η φορολογία εισοδήματος δεν είναι η μόνη πηγή εσόδων, καθώς βασικό πυλώνα για τις κρατικές εισπράξεις αποτελούν οι έμμεσοι φόροι, οι οποίοι μάλιστα κατατάσσουν την χώρα στην 2η θέση της ΕΕ στο ύψος των φορο – εσόδων αναλογικά με το ΑΕΠ.
Μάλιστα, τα ετήσια έσοδα από τον ΦΠΑ το 2024 αναμένεται να ξεπεράσουν τα 25 δισ. ευρώ, την στιγμή που μόλις 4 χρόνια πριν δεν υπερέβαιναν τα 13 δισ. ευρώ.
Ωστόσο, πέραν του ΦΠΑ υπάρχουν και οι ΕΦΚ οι οποίοι επίσης είναι πολύ υψηλοί στην Ελλάδα και μας ανεβάζουν «σκαλιά» στις πιο επιβαρυντικές φορολογικά χώρες. Συνολικά, ο δείκτης των έμμεσων φόρων προς το ΑΕΠ στην Ελλάδα το 2022 ανερχόταν στο 19,4%, με το μέσο όρο της ΕΕ περί το 13%.