Η ώρα της κατάθεσης του προσχεδίου προϋπολογισμού 2025 στη Βουλή έφτασε για το οικονομικό επιτελείο, συμπεριλαμβάνοντας τους στόχους της χρονιάς για τη μείωση του χρέους και τα πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά και τα μέτρα στήριξης που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση.
Προφανώς οι στόχοι που θα αναφέρονται στο προσχέδιο προϋπολογισμού 2025 δεν θα διαφέρουν από όσα περιλήφθηκαν στο Μεσοπρόθεσμο Διαρθρωτικό Σχέδιο 2025 – 2028, με το υπουργείο Οικονομικών να έχει καταλήξει και ανακοινώσει τα προβλεπόμενα μεγέθη για όλη την τετραετία, διαμορφώνοντας τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος αλλά και την πρόβλεψη σημαντικής μείωσης του χρέους.
Το χρέος και οι αναβαλλόμενοι τόκοι
Η πρόβλεψη του ΥΠΟΙΚ για τη μείωση του χρέους, δείχνει πως θα υποχωρήσει στο 149,1% του ΑΕΠ στο τέλος του 2025 από 153,7% του ΑΕΠ στο τέλος της φετινής χρονιάς.
Για να υποστηριχθεί η πορεία μείωσης του χρέους, οι προβλέψεις κάνουν λόγο για πρωτογενές πλεόνασμα 2,5% το 2025 από ένα αναθεωρημένο 2,4% (από 2,1%) φέτος, ενώ και το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2025 αναμένεται να διολισθήσει περαιτέρω στο 0,6% από 1% φέτος.
Ωστόσο, οι στόχοι μείωσης του χρέους στο Μεσοπρόθεσμο, αλλά κατ’ επέκταση και στο προσχέδιο προϋπολογισμού 2025 που κατατίθεται σήμερα, δεν θα ήταν δυνατόν να συμπεριλαμβάνουν μία κρίσιμη παράμετρο. Αυτή αφορά στην απαίτηση της Eurostat να εγγραφούν στο δημόσιο χρέος οι αναβαλλόμενοι τόκοι από δάνεια του 2012 στα περίπου 12 με 12,5 δισ. ευρώ μέχρι και το 2024.
Το αποτέλεσμα αυτής της αναδρομικής πρόσθεσης θα είναι το χρέος του 2023 να ανέρχεται πλέον στο 167,5% από 161,9% που είναι σήμερα με επιπτώσεις και στα υπόλοιπα έτη, καθώς η συμφωνία με την Κομισιόν αφορά σε τμηματική αύξηση του κατά 1 δισ. χρέος το χρόνο, περιπλέκοντας έτσι τους στόχους του προϋπολογισμού.
Αυτή η «ανισορροπία» δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί καθώς η ελληνική κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να καταθέσει έγκαιρα το προσχέδιο του προϋπολογισμού, την στιγμή που η απόφαση σε επίπεδο ΕΕ αναμένεται στις 17 Οκτωβρίου, γεγονός που σημαίνει ότι μετά και από τις επίσημες ανακοινώσεις θα πρέπει να υπάρξει ενσωμάτωση τους.
Πάντως, οι αρμόδιοι δεν προβληματίζονται από αυτή την εξέλιξη αναφορικά με τους τόκους, καθώς θα έχει μικρό αντίκτυπο στο χρέος. Ούτως ή άλλως οι προβλέψεις των νέων δημοσιονομικών κανόνων αφορούν στις χώρες με χρέος άνω του 90% του ΑΕΠ, στις οποίες η Ελλάδα συμπεριλαμβάνεται με ή χωρίς τη συμπερίληψη των τόκων, ενώ η απαίτηση από αυτές είναι να μειώνουν το χρέος κατά 1% ετησίως, στόχο τον οποίο υπερκαλύπτει και με το παραπάνω.
Η καταβολή των συγκεκριμένων τόκων που θα εγγράφονται στο χρέος δεν θα ξεκινήσει παρά το 2032, κι ως εκ τούτου έχει μόνο λογιστική και όχι δημοσιονομική σημασία.
Επιπλέον, καθώς είναι προϊόν συμφωνίας με την Κομισιόν δεν αναμένεται να επηρεάσει τις αναλύσεις βιωσιμότητας χρέους της χώρας μας.