Στις θετικές συνέπειες της συγχώνευσης της Attica Bank και της Παγκρήτιας Τράπεζας αναφέρθηκε σήμερα (24.7.2024) εκτενώς, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας στην Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής των Ελλήνων.
Σύμφωνα, με τον κ. Στουρνάρα, η δημιουργία ενός συστήματος υγιών, λιγότερο σημαντικών τραπεζών με βασική συνιστώσα το ενιαίο τραπεζικό σχήμα που θα προκύψει από τη συγχώνευση της Attica Bank με την Παγκρήτια Τράπεζα, του 5ου πόλου στο τραπεζικό σύστημα, θα έχει μια σειρά από θετικές επιπτώσεις σε τράπεζες και οικονομία.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Συγκεκριμένα:
- Η ελληνική τραπεζική αγορά εμφανίζει σήμερα ένα από τα υψηλότερα ποσοστά συγκέντρωσης στην ευρωζώνη, αποτέλεσμα κυρίως της σημαντικής αναδιάρθρωσης που έγινε στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα την περασμένη δεκαετία κατά τη διάρκεια της κρίσης. Με στοιχεία Δεκεμβρίου 2023, το μερίδιο αγοράς των τεσσάρων σημαντικών τραπεζών σε σχέση με το ενεργητικό ανέρχεται σε 96%. Για την ίδια ημερομηνία, το συνδυασμένο μερίδιο αγοράς για τις δύο τράπεζες υπό συγχώνευση (Attica Bank και Παγκρήτια) ανέρχεται σε περίπου 2,5%.
- Η σύσταση του 5ου πόλου στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, απαλλαγμένου από τα βάρη του παρελθόντος (Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια, Αναβαλλόμενη Φορολογική Απαίτηση) και με ένα κρίσιμο μέγεθος ικανό να ανταγωνισθεί τις σημαντικές τράπεζες, αναμένεται να έχει σημαντικά οφέλη σε αρκετούς τομείς. Ενδεικτικά: Η ενίσχυση του ανταγωνισμού αναμένεται να έχει θετική επίδραση τόσο στο κόστος όσο και στην ποιότητα των παρεχόμενων τραπεζικών υπηρεσιών (π.χ. κόστος νέων δανείων και καταθέσεων, κόστος προμηθειών, ψηφιοποίηση, κλπ.).
- Η νέα τράπεζα θα μπορεί να καλύψει τμήματα της αγοράς στα οποία δεν υπάρχει σήμερα ικανοποιητική κάλυψη της ζήτησης για δάνεια, όπως τμήματα που αφορούν μικρομεσαίες και πολύ μικρές επιχειρήσεις, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας.
- Η νέα τράπεζα, υπό όρους και προϋποθέσεις, θα μπορεί να διευκολύνει την εξυγίανση του ιδιωτικού χρέους, μέσω της επιλεκτικής αναχρηματοδότησης βιώσιμων πιστούχων που είχαν βρεθεί εκτός τραπεζικού συστήματος.
- Τέλος, η εξυγίανση των ισολογισμών των δύο τραπεζών θα συμβάλει στη μείωση του μέσου όρου των μη εξυπηρετούμενων δανείων για τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο προς τα επίπεδα του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Από την άλλη, το σενάριο μη επίτευξης της συμφωνίας θα είχε μία σειρά από πολύ σοβαρές αρνητικές συνέπειες.
Ειδικότερα:
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
- Σήμερα, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας υπολείπονται κατά 106 εκατ. ευρώ (συνολικά και για τις δύο τράπεζες) των συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων συμπεριλαμβανομένης και της «κεφαλαιακής κατεύθυνσης» (P2G) και, σε κάθε περίπτωση, δεν επαρκούν προκειμένου να επιλυθεί το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η κάλυψη των κεφαλαιακών αναγκών είναι αδύνατη χωρίς την ολοκλήρωση της εν λόγω συμφωνίας.
- Εάν ο στόχος μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων ήταν πολύ χαμηλότερος, δεν θα υπήρχε επίλυση του προβλήματος αυτού και απλά θα μεταφερόταν στο άμεσο μέλλον. Η τράπεζα δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει με επάρκεια ως βασική συνιστώσα και κινητήρια δύναμη του 5ου πόλου στο τραπεζικό σύστημα, καθώς δεν θα είχε εξυγιάνει τον ισολογισμό της.
- Ταυτόχρονα, πρέπει να επισημανθεί ότι το εποπτικό κόστος διακράτησης μη εξυπηρετούμενων δανείων στον ισολογισμό των τραπεζών είναι υψηλό και βαίνει αυξανόμενο με βάση το θεσμικό πλαίσιο. Ενδεικτικά, για λόγους διασφάλισης ίσης μεταχείρισης, είναι ιδιαίτερα πιθανή η εφαρμογή εποπτικών μέτρων που αφορούν το ελάχιστο ποσοστό κάλυψης δανείων από προβλέψεις (prudential backstop) και για τα λιγότερο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα στην ευρωζώνη, κατ’ αντιστοιχία με ό,τι εφαρμόζεται για τις σημαντικές τράπεζες. Κάτι τέτοιο θα έχει άμεσες και σοβαρές συνέπειες στις λιγότερο σημαντικές τράπεζες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη βιωσιμότητά τους. Σχετικά μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση λαμβάνει ήδη η ΤτΕ.
- Δεδομένης της ευάλωτης οικονομικής κατάστασης των δύο τραπεζών, θα ήταν πιθανό το σενάριο σημαντικής εκροής καταθέσεων στην περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας, μεταξύ άλλων λόγω του υψηλού κινδύνου φήμης. Αυτό θα οδηγούσε νομοτελειακά στην κατάρρευσή τους καθώς δεν θα είχαν πρόσβαση σε δανεισμό από την ΕΚΤ, ενώ δεν διαθέτουν επαρκή ρευστά διαθέσιμα για την κάλυψη ακραίων εκροών καταθέσεων. Παρά το σχετικά χαμηλό μέγεθος των δύο τραπεζών (συνολικό μερίδιο αγοράς σε σχέση με το ενεργητικό ανέρχεται σε περίπου 2,5%), τυχόν κατάρρευσή τους θα είχε σοβαρές επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα του ελληνικού τραπεζικού κλάδου.
Συγκεκριμένα:
- Καμία από τις δύο τράπεζες δεν καλύπτει τις προϋποθέσεις του άρθρου 145Β του ν.4261/2014 περί μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων της εκκαθάρισης. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να μεταβιβασθεί το σύνολο των καταθέσεων σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα (όπως έγινε στην περίπτωση της Συνεταιριστικής Τράπεζας Όλυμπος) και οι μη καλυμμένες καταθέσεις θα χαθούν. Με στοιχεία 31.3.2024, οι μη εγγυημένες καταθέσεις ανέρχονται σε περίπου 909 εκατ. ευρώ για την Attica Bank και 726 εκατ. ευρώ για την Παγκρήτια Τράπεζα. Άρα θα υπήρχε απώλεια αποταμιεύσεων πάνω από 1,6 δισ. ευρώ.
- Καθώς οι καταθέσεις αυτές αφορούν κυρίως επιχειρήσεις και νοικοκυριά, στο σενάριο αυτό θα προέκυπτε νέο “κύμα” μη εξυπηρετούμενων δανείων, καθώς το “κούρεμα” των καταθέσεων θα είχε πιθανότατα μη αντιστρέψιμη επίπτωση στη δυνατότητά τους να ανταπεξέλθουν στην εξυπηρέτηση του χρέους τους. Επισημαίνεται ότι μεταξύ των μεγαλύτερων καταθετών των δύο τραπεζών βρίσκονται και φορείς του Ελληνικού Δημοσίου οι οποίοι θα υποστούν τις σχετικές συνέπειες.
- Θα υπάρξουν δευτερογενείς επιπτώσεις στις σημαντικές τράπεζες μέσω αυξημένων εισφορών προς το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων, ΤΕΚΕ. Συγκεκριμένα, το ΤΕΚΕ θα εξαντλήσει τα διαθέσιμά του μόνο για την πληρωμή των καλυμμένων καταθέσεων της Attica Bank (1,8 δισ. ευρώ). Άρα θα πρέπει να αντλήσει από τις άλλες τράπεζες κεφάλαια για την πληρωμή των καλυμμένων καταθέσεων της Παγκρήτιας (1,7 δισ. ευρώ) και πρόσθετα κεφάλαια προκειμένου να φθάσει εντός τετραετίας το στόχο του 0,8% επί των καλυμμένων καταθέσεων (περίπου 1,1 δισ. ευρώ), σύμφωνα με την σχετική Ευρωπαϊκή Οδηγία, τα οποία θα επιβαρύνουν τις υπόλοιπες εγχώριες τράπεζες.
- Η υφιστάμενη αξία της συμμετοχής του ΤΧΣ στην Attica Bank (480 εκατ. ευρώ) θα εκμηδενιστεί, όπως και η αξία του τίτλου Tier 2 ύψους 100 εκατ. ευρώ λήξης 2028 που έχει εκδώσει η τράπεζα το 2018 και διακρατά το Ελληνικό Δημόσιο.
- Καθώς θα είναι η πρώτη φορά από την αρχή της κρίσης που θα ‘κουρευτούν’ καταθέσεις στη χώρα μας, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα κλονιστεί η εμπιστοσύνη των αποταμιευτών και είναι πιθανό να δούμε ‘bank run’ (μαζικές αποσύρσεις καταθέσεων) σε λιγότερο σημαντικές ή «ευάλωτες» τράπεζες, χωρίς να μπορούμε να αποκλείσουμε επιπτώσεις και στη ρευστότητα των σημαντικών τραπεζών.
- Η αναταραχή που θα προκληθεί στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα θα έχει επιπτώσεις στη διάθεση του υφιστάμενου ποσοστού του ΤΧΣ στην Εθνική Τράπεζα, καθώς και στην πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών στις αγορές χρήματος και κεφαλαίων.
- Τέλος, θα ήθελα να επισημάνω ότι ακόμα και αν ήταν εφικτή η χρήση του άρθρου 145Β του ν.4261/2014, η επίπτωση για το ΤΕΚΕ και το Ελληνικό Δημόσιο θα ήταν σημαντική, καθώς η αξία των προς μεταβίβαση υποχρεώσεων υπερβαίνει σημαντικά την αξία των προς μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων ενεργητικού. Από προσωρινούς υπολογισμούς της ΤτΕ, το ΤΕΚΕ θα έπρεπε στο σενάριο αυτό να καταβάλει περίπου 1,7 δισεκ. ευρώ, με το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει 2,5 δισεκ. ευρώ, χωρίς να περιλαμβάνεται η απώλεια της αξίας συμμετοχής του ΤΧΣ ύψους 480 εκατ. ευρώ.
Με βάση τα παραπάνω, γίνεται αντιληπτό ότι το κόστος για το Ελληνικό Δημόσιο από τη συμμετοχή του ΤΧΣ και του ΕΦΚΑ στην επερχόμενη αύξηση κεφαλαίου στο πλαίσιο της συμφωνίας των μετόχων είναι ελάχιστο σε σχέση με το κόστος οποιασδήποτε άλλης επιλογής. Και μειώνεται ακόμα περισσότερο
(α) με την αποπληρωμή 100 εκατ. ευρώ προς το Δημόσιο που θα προβεί η Attica Bank με βάση τη συμφωνία των μετόχων, εξοφλώντας τον τίτλο Τier 2 λήξης 2028 υπέρ του Δημοσίου, και από το συμψηφισμό 45 εκατ. ευρώ αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης που έχει η Παγκρήτια έναντι του Δημοσίου και
(β) λαμβάνοντας υπόψη στους υπολογισμούς και το κόστος των 150 εκατ. ευρώ που είχε η Attica Bank (αντιστοίχως οφέλη για το Δημόσιο) από το PSI.
Πρέπει να τονιστεί ότι το κόστος αυτό του Δημοσίου είναι κόστος επένδυσης. Πέραν από τα οφέλη σε όρους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας που προαναφέρθηκαν, πέραν από τα οφέλη σε όρους τόνωσης του ανταγωνισμού στον τραπεζικό τομέα τα οποία επίσης προαναφέρθηκαν, υπάρχουν και τα οφέλη από την επένδυση σε μια μεγαλύτερη, υγιέστερη, και πιο κερδοφόρα τράπεζα. Για παράδειγμα και με αναφορά στο ΤΧΣ που είναι και ο βασικός συντελεστής της επένδυσης, η ετήσια απόδοσή του εκτιμάται σε άνω του 4%. Σε μια δεκαετία, τα 955 εκατ. ευρώ των παλαιότερων και των σημερινών επενδύσεων του ΤΧΣ στην Attica Bank και στη νέα υπό συγχώνευση τράπεζα, αναμένεται να έχουν αυξηθεί σημαντικά και να έχουν γίνει από 1,2 έως 1,6 δισ. ευρώ.
Θα ήθελα στο σημείο αυτό να επισημάνω, ότι, παρά τις προσπάθειες που έχει καταβάλει η υφιστάμενη αλλά και οι προηγούμενες διοικήσεις των τραπεζών Attica Bank και Παγκρήτια, δεν έχει τελεσφορήσει η αναζήτηση στρατηγικού ιδιώτη επενδυτή με μακροπρόθεσμο ορίζοντα, πέραν του υφιστάμενου ιδιώτη μετόχου της Thrivest.
Το νέο σχήμα που θα προκύψει μετά τη συγχώνευση, θα έχει το κρίσιμο μέγεθος να επιτύχει ανάπτυξη και κερδοφορία, χάρη στις σημαντικές συνέργειες που δημιουργούνται. Το επιχειρηματικό σχέδιο της Attica bank χωρίς την Παγκρήτια, είχε υποδεέστερες αποδόσεις έναντι του συγχωνευμένου σχήματος. Τα οφέλη της εξυγίανσης και της συγχώνευσης των δύο τραπεζών, αντανακλώνται και στην πρόθεση του οίκου Moody’s να αναβαθμίσει την Attica Bank, σε σχετική ανακοίνωσή του την ημέρα επίτευξης της συμφωνίας.
Τέλος, θα ήθελα να τοποθετηθώ απέναντι και σε ορισμένα επιχειρήματα που ακούγονται τελευταία για το σχετικό όφελος του ιδιώτη και του Δημοσίου από τη συναλλαγή αυτή.
Πρώτον, όπως ήδη αναφέρθηκε, ιδιώτης επενδυτής είναι υποχρεωτικό να συμμετάσχει με βάση τους κανόνες του Κοινοτικού πλαισίου ανταγωνισμού.
Δεύτερον, ο ιδιώτης επενδυτής δεν πρέπει να συγκρίνεται με το ΤΧΣ, αλλά με τους άλλους ιδιώτες επενδυτές στις σημαντικές τράπεζες: Ο συγκεκριμένος ιδιώτης επενδυτής, Thrivest, αναμένεται να έχει συνολική (προηγούμενη και τωρινή) αξία επένδυσης προς ίδια κεφάλαια (price to book value) ίση με 1,09 περίπου, εισέρχεται δηλαδή στην υπό συγχώνευση τράπεζα όχι με καλύτερους αλλά με δυσμενέστερους όρους από ό,τι εισήλθαν όλοι οι άλλοι επενδυτές στις σημαντικές τράπεζες από το 2015 μέχρι σήμερα (οι οποίοι εισήλθαν σε αντίστοιχες τιμές price to book value από 0,25 μέχρι 0,9).
Τρίτον, το ΤΧΣ, όπως ήδη προαναφέρθηκε, έχει θετική αναμενομένη απόδοση στην επένδυσή του και συμβάλλει στην ενίσχυση του ανταγωνισμού στον τραπεζικό τομέα της χώρας καθώς και στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Τέταρτον, και όπως ήδη αναφέρθηκε, άλλος ιδιώτης επενδυτής πέραν της Thrivest που θα επένδυε με τους ίδιους ή και καλύτερους όρους από αυτούς που επενδύει η Thrivest δεν εμφανίστηκε.