Δεν επαρκούν οι μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις που υλοποιούνται μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης
«Καμπανάκι» κρούει η Τράπεζα της Ελλάδας (ΤτΕ) στην έκθεση νομισματικής πολιτικής της, καθώς ενώ αναγνωρίζει την συμβολή του Ταμείου Ανάκαμψης στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, τονίζει πως δεν επαρκούν σε μακροπρόθεσμη βάση.
Η θέση της ΤτΕ απηχεί τις απόψεις και άλλων επισήμων φορέων, βάζοντας όχι μόνο αστερίσκους για την «επόμενη ημέρα» του Ταμείου Ανάκαμψης, μετά το 2026, αλλά υπογραμμίζοντας πως δεν θα πρέπει να θεωρείται πως απλώς η έγκαιρη απορρόφηση και η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων είναι επαρκής για να καλύψει η Ελλάδα το χαμένο έδαφος της δεκαετούς κρίσης χρέους.
Στο ίδιο πνεύμα, με διαφορά λίγων 24ώρων και στην παρουσίαση της έκθεσης του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, είχε επισημανθεί πως η καταστροφή κεφαλαίων, εργατικού δυναμικού, και υποδομών, που συντελέστηκε κατά την κρίση χρέους θα χρειαστεί μία γενιά για να αναπληρωθεί, καθώς η «αιμορραγία» μυαλών και δεξιοτήτων που συντελέστηκε με το brain drain δεν εξισορροπείται με το «σταγονόμετρο» του brain gain.
Ποιες είναι οι προτάσεις της ΤτΕ
Ως εκ τούτου, η ΤτΕ συμπεραίνει πως δεν θα πρέπει να επαναπαυόμαστε στα κεφάλαια που εισρέουν μαζικά στην ελληνική οικονομία και στις επενδύσεις που υλοποιούνται μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης (με το 5ο αίτημα πληρωμής 3,1 δισ. ευρώ να υποβάλλεται την Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου).
Πέραν του γεγονότος πως η εκταμίευση δεν συνεπάγεται και υλοποίηση μιας επένδυσης, καθώς οι πόροι καθυστερούν σημαντικά να φτάσουν στην πραγματική οικονομία, η ΤτΕ εκτιμά πως υπάρχουν και άλλες παθογένειες που πρέπει να αντιμετωπιστούν έτσι ώστε να διασφαλιστεί η μεσομακροπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική της Ελλάδας.
Καθώς η δημογραφική γήρανση αναμένεται να συρρικνώσει το ποσοστό του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας η ΤτΕ προτείνει την υιοθέτηση ενεργητικών πολιτικών και προγραμμάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης στην αγορά εργασίας που θα έχουν ως στόχο την αύξηση της συμμετοχής των γυναικών και των νέων στο εργατικό δυναμικό, τον περιορισμό του αριθμού των μακροχρόνια ανέργων και την επανένταξη στο εργατικό δυναμικό όσων έχουν αποθαρρυνθεί.
Την ίδια στιγμή, εξαιτίας της έλλειψης εργατικών χεριών στον αγροτικό τομέα και στους κλάδους που σχετίζονται με τον τουρισμό και τις κατασκευές, προτείνει στοχευμένες πολιτικές όσον αφορά την ένταξη των μεταναστών και την προσέλκυση ξένων εργαζομένων.
Ακόμα μια αδυναμία της ελληνικής οικονομίας, και δεδομένων των περιορισμών που θέτουν οι δημογραφικές εξελίξεις, είναι η παραγωγικότητα της εργασίας η οποία από το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008-2009 και έπειτα, κινήθηκε καθοδικά λόγω της κρίσης χρέους, φθάνοντας στο κατώτατο επίπεδό της το 2020.
Τα τελευταία χρόνια η παραγωγικότητα της εργασίας ανέκαμψε, επανερχόμενη σε πορεία σύγκλισης με τα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα. Ειδικότερα, εκτιμάται ότι το 2024 θα διαμορφωθεί στο 57,9% (63,3%) της παραγωγικότητας της εργασίας στην ευρωζώνη. Παρ’ όλα αυτά, η ΤτΕ σημειώνει πως η απόσταση που πρέπει να καλύψει η ελληνική οικονομία όσον αφορά την παραγωγικότητα της εργασίας είναι πολύ μεγάλη και θα απαιτήσει μακρόχρονη προσπάθεια.
Στο ίδιο πνεύμα, άλλωστε, και το ΓΚΠΒ είχε τονίσει την ανάγκη να υπάρξει συντονισμένη προσπάθεια κράτους και επιχειρήσεων, καθώς πέραν των ειδικών προγραμμάτων εξειδίκευσης της ΔΥΠΑ κ.α., και οι επιχειρήσεις θα πρέπει να αναλάβουν την ανάπτυξη δεξιοτήτων των εργαζομένων τους, με ιδιαίτερη έμφαση να δίνεται στη ψηφιοποίηση.