Η κατοχή ακινήτου παραμένει βαθιά ριζωμένη στην ελληνική κοινωνία και αποτελεί διαχρονικά σύμβολο ασφάλειας και κοινωνικής καταξίωσης. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας, που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό του Συλλόγου Μεσιτών Αθηνών-Αττικής και παρουσιάστηκε στο Ευγενίδειο Ίδρυμα, στο πλαίσιο συνεδρίου για τις εξελίξεις στην αγορά ακινήτων, περισσότεροι από τους μισούς ιδιοκτήτες (56%) διαθέτουν ένα μόνο ακίνητο, γεγονός που αντανακλά τη βασική επιδίωξη της μέσης ελληνικής οικογένειας για ιδιόκτητη στέγη.
Την ίδια στιγμή, ένας στους τέσσερις (23%) κατέχει δύο ακίνητα, ενώ ένα αξιοσημείωτο 21% δηλώνει ότι έχει στην κατοχή του τρία ή και περισσότερα ακίνητα, αποτυπώνοντας μια πλευρά της ελληνικής πραγματικότητας όπου η πολλαπλή ιδιοκτησία παραμένει προνόμιο μιας σημαντικής μειοψηφίας. Αυτή η σύνθεση της ακίνητης περιουσίας, σε συνδυασμό με την παλαιότητα των κτιρίων και την κατανομή τους ανά εισοδηματική και γεωγραφική κατηγορία, αποκαλύπτει όχι μόνο τις τάσεις στην ελληνική αγορά ακινήτων, αλλά και τις ανισότητες που τη διατρέχουν.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, πάνω από τους μισούς Έλληνες (53%) δηλώνουν ότι διαθέτουν κύρια κατοικία, ενώ ένα σημαντικό 20% έχει στην κατοχή του εξοχικό ή πατρικό σπίτι. Μικρότερο είναι το ποσοστό όσων δηλώνουν ότι κατέχουν επενδυτικό ακίνητο (8%) ή κάποιο άλλο είδος ακινήτου (10%).
Η εικόνα διαφοροποιείται αισθητά όταν εξετάσουμε τα δεδομένα με βάση την περιοχή κατοικίας. Στην Αττική, το 51% των κατοίκων διαθέτει κύρια κατοικία, το 23% εξοχικό ή πατρικό, ενώ 9% δηλώνουν επενδυτικό ακίνητο και άλλο ένα 9% άλλο είδος ιδιοκτησίας. Στη Θεσσαλονίκη, τα ποσοστά είναι ελαφρώς χαμηλότερα όσον αφορά την κύρια κατοικία (43%), αλλά σταθερά σε εξοχικά/πατρικά (23%). Αξιοσημείωτο είναι ότι η Θεσσαλονίκη εμφανίζει το υψηλότερο ποσοστό στην κατηγορία «άλλο ακίνητο» (13%). Τέλος, στη λοιπή Ελλάδα καταγράφεται το υψηλότερο ποσοστό ιδιοκτησίας κύριας κατοικίας (56%), με μικρότερη ωστόσο παρουσία εξοχικών ή πατρικών σπιτιών (18%).
Ακόμη πιο έντονες είναι οι διαφοροποιήσεις όταν η ανάλυση γίνεται με βάση το ετήσιο εισόδημα του νοικοκυριού. Στα χαμηλότερα εισοδήματα (έως 9.999 ευρώ), μόλις το 42% δηλώνει κύρια κατοικία, με το ποσοστό να αυξάνεται προοδευτικά φτάνοντας το 68% για τα νοικοκυριά που έχουν εισόδημα άνω των 30.000 ευρώ.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Παρόμοια είναι η τάση και στην κατηγορία της εξοχικής ή πατρικής κατοικίας, όπου το ποσοστό ανεβαίνει από 16% στους οικονομικά ασθενέστερους στο εντυπωσιακό 36% για τα εύπορα νοικοκυριά. Ακόμη πιο εμφατικά είναι τα στοιχεία για τα επενδυτικά ακίνητα, που σχεδόν δεν υφίστανται (2%) στα φτωχότερα στρώματα, αλλά φτάνουν το 18% στα νοικοκυριά με τα υψηλότερα εισοδήματα. Αντίστοιχα και τα «άλλα είδη ακινήτου» αγγίζουν το 17% στην ανώτερη εισοδηματική κατηγορία, σε αντίθεση με μόλις 3% στα χαμηλά εισοδήματα.
Τα ευρήματα αυτά σκιαγραφούν εύγλωττα την ισχυρή σχέση που διατηρεί η ελληνική κοινωνία με την κατοχή ακινήτων, καθώς και την έντονη διαφοροποίηση που επιφέρει η οικονομική δυνατότητα. Η κύρια κατοικία αποτελεί σταθερό πυλώνα για την πλειοψηφία, ωστόσο η πρόσβαση σε εξοχικά, πατρικά, επενδυτικά ή άλλα είδη ακινήτων φαίνεται να παραμένει προνόμιο των υψηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων. Παράλληλα, η γεωγραφική ανάλυση δείχνει πως η ιδιοκτησία ακολουθεί τις ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής, με τη λοιπή Ελλάδα να καταγράφει τα μεγαλύτερα ποσοστά ιδιοκατοίκησης.
Πότε χτίστηκαν τα σπίτια που κατέχουν σήμερα οι Έλληνες
Η ηλικία των ακινήτων που διαθέτουν οι Έλληνες προσφέρει σημαντικές ενδείξεις για την πορεία της οικοδομικής δραστηριότητας στη χώρα, αλλά και για τη δομή της ιδιοκτησίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Focus Bari, τα περισσότερα ακίνητα που ανήκουν σήμερα σε Έλληνες ιδιοκτήτες κατασκευάστηκαν μεταξύ 1970 και 2009, ενώ η συμμετοχή των πιο σύγχρονων οικοδομών (μετά το 2010) παραμένει εξαιρετικά περιορισμένη.
Πιο συγκεκριμένα, το 28% των ιδιοκτητών διαθέτει ακίνητο που χτίστηκε την περίοδο 1970-1979, καθιστώντας αυτή τη δεκαετία την πιο «παραγωγική» όσον αφορά τα ακίνητα που ανήκουν σήμερα σε φυσικά πρόσωπα. Ακολουθεί η δεκαετία του 2000-2009, με το 23% των κατοικιών να εντάσσεται σε αυτή την κατηγορία. Σημαντική είναι επίσης και η παρουσία των ακινήτων που κατασκευάστηκαν τη δεκαετία του 1980 (22%) και του 1990 (17%).
Παλαιότερα ακίνητα, δηλαδή αυτά που ανεγέρθηκαν πριν το 1950, αποτελούν το 10% της συνολικής ιδιοκτησίας. Η περίοδος 1950-1969 καλύπτει το 16%, φανερώνοντας ότι σχεδόν το ένα τέταρτο των κατοικιών που διαθέτουν σήμερα οι Έλληνες έχει ηλικία άνω των 50 ετών.
Αντιθέτως, η πιο πρόσφατη οικοδομική παραγωγή παρουσιάζει σημαντική κάμψη: μόνο 6% των κατοικιών έχει χτιστεί μεταξύ 2010 και 2019, ενώ ένα οριακό 2% αφορά κτίρια που κατασκευάστηκαν από το 2020 έως το 2025. Η μείωση αυτή καταδεικνύει τη συρρίκνωση της οικοδομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, κάτι που αποδίδεται τόσο στην οικονομική κρίση όσο και στις αυξημένες δυσκολίες πρόσβασης σε χρηματοδότηση και οικοδομικές άδειες.
Η συνολική εικόνα δείχνει ότι η ελληνική κτηματοδομή στηρίζεται κατά κύριο λόγο σε ακίνητα αρκετών δεκαετιών, ενώ τα νεόδμητα αποτελούν σαφή μειοψηφία. Το γεγονός αυτό εγείρει ερωτήματα για την ενεργειακή απόδοση των κατοικιών, τις ανάγκες ανακαίνισης, αλλά και τη γενικότερη στρατηγική στέγασης των επόμενων ετών.