Οριακή επιτάχυνση της ανάπτυξης το 2024 και το 2025 προβλέπει η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), διατηρώντας ωστόσο αμετάβλητες τις ποσοτικές της εκτιμήσεις.
Όπως αναφέρεται στην μηνιαία έκθεση για την ελληνική οικονομία που δημοσιοποιήθηκε σήμερα (6.9.2024), σύμφωνα με τις προβολές της ΤτΕ, στο πλαίσιο των προβολών των εμπειρογνωμόνων του Ευρωσυστήματος του Ιουνίου 2024, η ανάπτυξη αναμένεται να επιταχυνθεί οριακά το 2024 και το 2025 κυρίως λόγω των επενδύσεων, υποστηριζόμενη από τους διαθέσιμους ευρωπαϊκούς πόρους και την ιδιωτική κατανάλωση.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ωστόσο η ΤτΕ διατηρεί αμετάβλητες τις ποσοτικές της προβλέψεις εκτιμώντας ότι το ΑΕΠ της χώρας θα αυξηθεί φέτος κατά 2,2%, και κατά 2,5% του 2025, και 2,3% το 2026. Όσον αφορά στον πληθωρισμό, η ΤτΕ εκτιμά ότι θα επιβραδυνθεί περαιτέρω το 2024 σε 3% λόγω της περαιτέρω μείωσης των τιμών των τροφίμων, των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών και των υπηρεσιών.
Για τα δημοσιονομικά, η ΤτΕ εκτιμά ότι ο η κατεύθυνση της δημοσιονομικής πολιτικής για το 2024 αναμένεται να είναι ελαφρώς επεκτατική, λόγω των αυξημένων επενδυτικών δαπανών που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης. Η ΤτΕ εξακολουθεί να διαβλέπει κινδύνους για την ανάκαμψη της οικονομίας οι οποίοι συνδέονται με μία επιδείνωση της γεωπολιτικής κρίσης στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή, καθώς οι εξελίξεις αυτές αυξάνουν την αβεβαιότητα και ασκούν ανοδικές πιέσεις στις τιμές της ενέργειας.
Η ΤτΕ, όπως αναφέρεται στην Έκθεση, διαπιστώνει ότι η οικονομική δραστηριότητα συνέχισε να επεκτείνεται με ικανοποιητικό ρυθμό το 2024 και συγκεκριμένα κατά 2,3% το β΄τρίμηνο του έτους σε ετήσια βάση, ξεπερνώντας τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Η υποχώρηση των τιμών της ενέργειας οδήγησε σε μείωση του πληθωρισμού στα τέλη του 2022 και στη διάρκεια του 2023, σε 3% το 2024.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Αναφορικά με τις τιμές των ακινήτων αναφέρεται ότι αυτές συνέχισαν να αυξάνονται με επιταχυνόμενο ρυθμό το 2022 και το 2023. Στην αγορά εργασίας οι εξελίξεις παρέμειναν θετικές, με την απασχόληση να αυξάνεται. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε σημαντικά το 2023, μετά τη διεύρυνσή του το 2022, αλλά κατέγραψε επιδείνωση το πρώτο εξάμηνο του 2024.
Το πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2023 διαμορφώθηκε σε πλεόνασμα 1,9% του ΑΕΠ, σημαντικά μεγαλύτερο από τον στόχο του 1,1%, λόγω των υψηλότερων φορολογικών εσόδων, καθώς και των χαμηλότερων πρωτογενών δαπανών. Ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 10,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το 2022 στο 161,9% του ΑΕΠ λόγω της οικονομικής ανάπτυξης και του αυξημένου πληθωρισμού.
Αφού μετριάστηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια του 2023, ο ρυθμός αύξησης των τραπεζικών πιστώσεων προς τις επιχειρήσεις έχει ανακάμψει έντονα. Ο ρυθμός αύξησης των καταθέσεων των νοικοκυριών επιβραδύνθηκε το 2023 – 2024, υπό την αρνητική επίδραση του υψηλού πληθωρισμού και της υποκατάστασης των καταθέσεων από άλλες αποταμιευτικές επιλογές.
Όσον αφορά στα επιτόκια επισημαίνεται ότι μετά τη σημαντική τους αύξηση από το δεύτερο εξάμηνο του 2022, τα τραπεζικά επιτόκια δανεισμού παραμένουν υψηλά. Οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων και τα spreads υποχώρησαν, καθώς ο αντίκτυπος των υψηλότερων επιτοκίων μετριάστηκε από την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική βαθμίδα.