Μία επάνοδος του υψηλού πληθωρισμού θα ροκάνιζε κάθε μέτρο ελάφρυνσης και θα αύξανε το κόστος δανεισμού ειδικά καθώς πρόκειται για πολεμικές δαπάνες
Διπλή βόμβα στις τιμές (παρά την πρόσκαιρη μείωση των τιμών του πετρελαίου) και την ανάπτυξη της διεθνούς οικονομίας -μαζί και της ελληνικής- βάζει πόλεμος των δασμών, ο οποίος ξεκίνησε στις 2 Απριλίου 2025 με τις αποφάσεις του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, για αύξηση δασμών κατά όλων των χωρών του πλανήτη.
Η πρώτη βόμβα που αφορά στους ρυθμούς ανάπτυξης της Ελλάδας δεν έχει να κάνει μία κάποια μεγάλη έκθεση των ελληνικών εξαγωγών στις ΗΠΑ (σ.σ. αποτελούν μόλις το 5% του συνόλου), αλλά με τη μεγάλης έκθεση της ΕΕ (στην οποία εξάγει η Ελλάδα σχεδόν το 60% των προϊόντων της) στις ΗΠΑ.
Με απλά λόγια, η δασμολογική «πόρτα» που τρώνε οι ευρωπαϊκές εξαγωγές από τις ΗΠΑ (σ.σ. ήδη η βρετανική Jaguar ανακοίνωσε πάγωμα των εξαγωγών της στις ΗΠΑ για ένα μήνα!) θα οδηγήσει σε οικονομική επιβράδυνση στην Ευρώπη και έτσι σε μείωση της ζήτησης για καταναλωτικά αγαθά, μαζί φυσικά και για τα ελληνικά, ενώ την ίδια στιγμή αυξάνονται οι ενδείξεις για πάγωμα επενδυτικών πρότζεκτς που είχαν δρομολογηθεί (σε όλη την Ευρώπη που αναμένεται να είναι ο βασικός χαμένος ενός εκτεταμένου εμπορικού πολέμου), κάτι που επίσης θα μπορούσε να έχει επιβλαβείς συνέπειες στου ρυθμό ανάπτυξης των ευρωπαϊκών χωρών (μαζί και της Ελλάδας).
Αν και από ελληνικής πλευράς, ουδείς έχει ακόμα κάνει κάποια επίσημη εκτίμηση, στην Ευρώπη (και άλλες χώρες) αναλυτές και μάλιστα θεσμικών φορέων, όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΙΒ) βλέπουν τόσο στην ΕΕ όσο και στην Ελλάδα έως το 2026, σαν συνέπεια του δασμολογικού πολέμου.
Παράλληλα, πλήγμα στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας θα μπορούσε να αποτελέσει η μείωση των τουριστικών αφίξεων και της κατανάλωσης των τουριστών, εφόσον επαληθευθούν οι προβλέψεις για ύφεση στις ΗΠΑ και στην ΕΕ.
Γιατί αναμένεται άνοδος των τιμών και στην Ελλάδα
Η «βομβα» που έχει να κάνει με τον πληθωρισμό μπορεί να προέλθει από την «πίσω πόρτα», δηλαδή πριν καν επιβληθούν δασμολογικά αντίποινα από πλευράς ΕΕ στις ΗΠΑ, αν και αυτό σύμφωνα με τις χθεσινές (5.4.25) δηλώσεις φον ντερ Λάιεν αλλά και τις διαρροές για αντίποινα σε μία σειρά αμερικανικών εξαγωγών δεν φαίνεται ιδιαίτερα «μακρινό» σενάριο.
- Ήδη η Κίνα ανακοίνωσε διπλασιασμό των δασμών της σε βάρος των ΗΠΑ (από 17% στο 34%), γεγονός που αυξάνει το κόστος παραγωγής και εμπορίου των δύο οικονομικών υπερδυνάμεων του πλανήτη. Αυτό -σύμφωνα με παράγοντες της εμπορικής κοινότητας της Ελλάδας με τους οποίους ήλθε σε επαφή το newsit.gr- θα οδηγήσει σε αύξηση του κόστους παραγωγής και εμπορίου κάθε χώρας του πλανήτη, μαζί και της Ελλάδας και έτσι σε άνοδο των τιμών, δηλαδή του πληθωρισμού, ειδικά καθώς η ελληνική οικονομία είναι ιδιαιτέρως εξαρτημένη από τις εισαγωγές.
- Αλλά, δεν είναι μόνο αυτό. Είναι και πως οι τιμές κάθε προϊόντος σε κάθε οικονομία του πλανήτη επηρεάζονται όχι μόνο από τους παραπάνω παράγοντες, αλλά και τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (futures), τα οποία βασίζονται στις εκτιμήσεις των αγορών για την πορεία των τιμών του κάθε προϊόντος.
Έτσι, η εκτίμηση των αγορών για αύξηση των τιμών σε μία σειρά αγαθών στις ΗΠΑ (λόγω των δασμών που επιβάλλει ο Τραμπ στις εισαγωγές) οδηγεί σε άνοδο των futures και έτσι σε άνοδο των τιμών στα συγκεκριμένα αγαθά σε όλες τις χώρες του πλανήτη, μαζί και την Ελλάδα.
- Στην περίπτωση που και η ΕΕ ακολουθήσει τελικά το δρόμο της Κίνας (βάζοντας δασμούς πχ στα αμερικανικά αγροτικά προϊόντα, στο κρέας, ακόμα και τις…τσίχλες), δηλαδή εφαρμόσει αντίποινα τότε οι πληθωριστικές πιέσεις θα γίνουν ακόμα μεγαλύτερες στην ΕΕ (και στην Ελλάδα).
Δύο παρενέργειες από μία πιθανή επάνοδο του υψηλού πληθωρισμού
Αν επαληθευθούν οι παραπάνω προβλέψεις για άνοδο των τιμών και οικονομική επιβράδυνση, δηλαδή σε ένα «στάσιμο – πληθωρισμό», τότε:
- Μία αύξηση του πληθωρισμού θα ροκάνιζε το πραγματικό εισόδημα και τα όποια μέτρα ελάφρυνσης
Προφανώς θα πρέπει να αναθεωρηθούν όλες οι προβλέψεις για την πορεία του ελληνικού ΑΕΠ φέτος και το 2026, στις οποίες έχει στηριχθεί ο προϋπολογισμός της χώρας και μαζί να αναθεωρηθούν προς τα κάτω -αν μη τι άλλο- όλα τα σχεδιαζόμενα μέτρα παραπέρα ελάφρυνσης των επιχειρήσεων και των πολιτών. Ακόμα και αν αυτό, όμως, δεν γίνει, σε πρώτη φάση, δηλαδή μέχρι το Σεπτέμβριο του 2025, οπότε έχει θέσει η κυβέρνηση το ορόσημο για το κλείδωμα και την ανακοίνωση των νέων μέτρων, τα όποια μέτρα τεθούν σε εφαρμογή απειλούνται με μερική «εξαΰλωση», δηλαδή με μείωση της θετικής συνέπειας στο εισόδημα, ακριβώς λόγω της αναμενόμενης αύξησης του πληθωρισμού.
- Μία αύξηση του πληθωρισμού θα πίεζε για πάγωμα της πορείας για μείωση των επιτοκίων και έτσι του κόστους δανεισμού
Μια αύξηση του πληθωρισμού θα έχει και άλλη μία έμμεση επίπτωση: Το πάγωμα -αν όχι την αύξηση (σε πολύ ακραίο σενάριο) – της προαναγγελθείσας μείωσης των επιτοκίων της ΕΚΤ. Ενδεχόμενο πάγωμα της μείωσης των επιτοκίων της ΕΚΤ ή επιβράδυνση της μείωσης τους (σ.σ. υπενθυμίζεται πως στελέχη της είχαν προαναγγείλει τουλάχιστον άλλες δύο μειώσεις μέχρι τέλος του τρέχοντος έτους) θα δυσχέρανε την πιστωτική ανάπτυξη και έτσι την στήριξη της «πραγματικής οικονομίας» μέσω τη διοχέτευσης περισσότερων κεφαλαίων από τις τράπεζες.
Γιατί η ρήτρα διαφυγής δεν αποτελεί «διαφυγή» από την νέα κρίση
Αν επαληθευθούν αυτές οι προβλέψεις τότε θα τεθούν σε αμφισβήτηση οι υφιστάμενες δημοσιονομικές και οικονομικές αντοχές της Ελλάδας στο να στηρίξει το μοναδικό, μέχρι στιγμής, μεγάλο πλάνο κρατικών «επενδύσεων» (ενόψει και του τέλους του Ταμείου Ανάκαμψης το 2027) που δεν είναι άλλο από εκείνο των εξοπλισμών (ύψους 25 δισ. ευρώ ή 2 δισ. ευρώ κατά μέσο όρο κάθε χρόνο!) για τα επόμενα 12 έτη, με συμμετοχή της εθνικής βιομηχανίας, όπως εξήγγειλε η κυβέρνηση την περασμένη εβδομάδα, στη βάση της Λευκής Βίβλου της ΕΕ για την άμυνα.
Όπως ανέφερε ο κος Μητσοτάκης την περασμένη εβδομάδα, η ενεργοποίηση της ρήτρας διαφυγής δίνει «πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο» για επενδύσεις στην άμυνα.
Σε σχέση με τον εν λόγω σχεδιασμό υπάρχουν τα εξής τρία ανοιχτά ζητήματα:
- Ο «πρόσθετος» δημοσιονομικός χώρος που μπορεί να γεννηθεί από τη ρήτρα διαφυγής έχει μία βασική προϋπόθεση: Να μπορεί να εκτελεστεί ο κρατικός προϋπολογισμός όπως έχει προβλεφθεί με βάση το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα του 2025 – 2028. Και αυτό αποτελεί πλέον, ερώτημα και όχι δεδομένο με βάση τις νέες συνθήκες σε επίπεδο ρυθμού ανάπτυξης που διαμορφώνει -και – για την ελληνική οικονομία ο παγκόσμιος δασμολογικός εμπορικός πόλεμος. Μ΄ άλλα λόγια, προφανώς τα φορολογικά έσοδα δεν θα μπορούν να είναι τα ίδια σε περίπτωση οικονομικής επιβράδυνσης στην Ελλάδα με εκείνα που έχει προϋπολογίσει το ΥΠΟΙΚ (προ δασμών Τραμπ) με ανάπτυξη 2% – 2,5% φέτος και το 2026. Συνεπώς και οι δαπάνες δεν μπορεί να είναι στο ύψος που έχει προϋπολογιστεί…
- Το εξοπλιστικό πρόγραμμα είναι 12ετές ενώ η ρήτρα διαφυγής θα ισχύσει 4 χρόνια και συγκεκριμένα το 2025 – 2028. Δηλαδή η ρήτρα διαφυγής προβλέπεται να ισχύσει τρεις φορές μικρότερο διάστημα σε σχέση με το διάρκεια του εξοπλιστικού προγράμματος, αν και η Κομισιόν αφήνει ρητά ανοιχτό το ενδεχόμενο επέκτασης της ρήτρας διαφυγής πέραν του 2028 και ενδεχομένως έως το 2030 καθώς το πρόγραμμα για τον επανεξοπλισμό της ΕΕ, ReArmEU έχει με σαφήνεια ορίσει πως έχει ορίζοντα το 2030. Και πάλι, όμως, προκύπτει μία «τρύπα» σε σχέση με την κάλυψη από πλευράς ρήτρας διαφυγής για το διάστημα 2030 – 2037.
- Οι επενδύσεις στην άμυνα δεν είναι όπως όλες οι άλλες επενδύσεις ειδικά καθώς αυτές -σε πανευρωπαϊκό επίπεδο αποτελούν πλέον την κεντρική στρατηγική. Συγκεκριμένα, οι αμυντικές επενδύσεις στην Ελλάδα σημαίνουν:
- Ένα μέρος μόνο, ενδεχομένως, το μικρότερο της «προστιθέμενης αξίας» θα μείνει στην Ελλάδα και άρα θα συνεισφέρει στο ΑΕΠ (σε αντίθεση πχ με το τι θα γίνει στη Γερμανία). Όπως ανέφερε στο χθεσινό μήνυμα του ο κος Μητσοτάκης «από τον συνολικό σχεδιασμό, 47 προγράμματα ύψους 3,9 δισ. ευρώ μπορούν να υλοποιηθούν με συμμετοχή της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας και άλλα 14, αξίας 1,14 δισ. ευρώ, μπορούν να υλοποιηθούν στο σύνολό τους από ελληνικές εταιρίες». Μ΄ άλλα λόγια, μόλις 5 από τα 25 δισ. ευρώ, δηλαδή το 1/5 των εξοπλιστικών θα «μείνει Ελλάδα», δηλαδή 415 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση.
- Η αμυντική βιομηχανία από τη φύση της δεν μπορεί να παράγει μακροπρόθεσμα αυξημένα φορολογικά έσοδα (εν καιρώ ειρήνης) καθώς η αυξημένη παραγωγή έχει συνήθως μία μεσοπρόθεσμη «ημερομηνία λήξης».
- Το κόστος δανεισμού της Ελλάδας για τη στήριξη ενός τέτοιου προγράμματος φαίνεται – από τις ήδη αυξημένες αποδόσεις όλων των ευρωπαϊκών ομολόγων – πως θα είναι μεγάλο, καθώς η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι από τις πιο υπερχρεωμένες χώρες της ΕΕ και -ας μην γελιόμαστε!- το να ρίξει κάποιος τα λεφτά του σε «ομόλογα πολέμου» (καθώς ο δανεισμός θα αφορά την αύξηση των αμυντικών δηλαδή δυνάμει πολεμικών δαπανών) δεν αποτελεί μία επένδυση η οποία μπορεί -εκ των πραγμάτων – να μην έχει ρίσκο. Ολοένα και υψηλότερο όμως κόστος δανεισμού σημαίνει ολοένα και λιγότερα δημοσιονομικά περιθώρια για άλλες παρεμβάσεις «ελάφρυνσης»…