”Η Αγκελα Μέρκελ οφείλει την εκλογική της επιτυχία στην δυνατότητά της να πείθει τους ψηφοφόρους ότι έχει «σίγουρα χέρια» στην οικονομική πολιτική. Με αυτό το σκεπτικό, αρκετοί Γερμανοί σχολιαστές παραλληλίζουν το σήμερα με την εκστρατεία το 1957 του προκατόχου της κας Μέρκελ στο Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα Konrad Adenauer, που εξασφάλισε απόλυτη πλειοψηφία με το σύνθημα «όχι πειράματα».
Ισως φαίνεται ενστικτωδώς αληθινό ότι τα «σίγουρα χέρια» ισοφαρίζουν τον προϋπολογισμό κάθε χρόνο, ότι αρνούνται να δεχτούν διασώσεις ή να χαρίσουν χρέη, ότι απορρίπτουν εργαλεία συνυπευθυνότητας με το σκεπτικό ότι αυτά ενθαρρύνουν τις υπερβολικές δαπάνες.
Αν ρίξετε όμως μια ματιά βαθύτερα, είναι σαφές ότι η πρόσφατη ιστορία βρίθει από παραδείγματα για το τι συμβαίνει όταν επιβάλεις την υπερβολική λιτότητα ενώ σοβεί η ύφεση, όταν αναβάλεις την αναπόφευκτη αναδιοργάνωση χρεών ή όταν καθυστερείς την αναπόφευκτη ανακεφαλαιοποίηση ενός τραπεζικού συστήματος.
Αυτά δεν τα κάνουν τα σίγουρα χέρια. Αντίθετα, είναι απίστευτα ανεύθυνη συμπεριφορά. Θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε, χρησιμοποιώντας τον Adenauer, ως οικονομικό «πείραμα». Τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν κατάφεραν να διαδώσουν αυτή την αλήθεια και η ανικανότητά τους αυτή σημαίνει ότι δεν τους άξιζε να κερδίσουν τις εκλογές.
Η νίκη της κας Μέρκελ θα έχει τρεις επιπτώσεις στην οικονομική πολιτική.
Πρώτο και σημαντικότερο είναι ότι η προσέγγιση για την λύση της κρίσης –ή την μη λύση της κρίσης- δεν θα αλλάξει. Ορισμένοι επενδυτές έχουν εκφράσει την ελπίδα ότι θα αποδεχτεί την αποκαλούμενη «συμμετοχή του δημοσίου τομέα» που δίνει την δυνατότητα παραγραφής κάποιων χρεών. Αυτό δεν θα γίνει.
Ορισμένοι θέλουν να διαγράψει η ΕΚΤ ένα μέρος από τα χρεόγραφα που έχει στην κατοχή της στο πλαίσιο των επιχειρήσεων αναχρηματοδότησης. Ούτε αυτό νομίζω ότι θα γίνει, δεδομένης της εχθρότητας που νοιώθει ο γερμανικός λαός, η Bundesbank και πιθανόν το συνταγματικό δικαστήριο της Γερμανίας, σε οποιαδήποτε μορφή χρηματοδότησης κρατικών χρεών. Η επίλυση της κρίσης μέσω κάποιας μορφής απαλοιφής χρεών, δεν έχει νομική βάση στην ΕΕ και αποτελεί πολιτικό ναρκοπέδιο.
Πιστεύω ότι η επίλυση της κρίσης θα παίρνει όλο και περισσότερο την μορφή της πρακτικής που οι τράπεζες αποκαλούν «προσποίηση και παράταση». Παρατείνεις την διάρκεια των δανείων, μειώνεις τα επιτόκια και προσποιείσαι ότι το χρέος παραμένει ανέπαφο. Είναι μια πρακτική που στερείται διαφάνειας και δημοκρατίας.
Στην κρίση της ευρωζώνης το λογικό όριο θα ήταν να παραταθούν οι διάρκειες των δανείων στο άπειρο και να μειωθούν τα επιτόκια στο μηδέν. Αυτοί οι όροι προφανώς θα αποφευχθούν, αλλά η καθαρή τρέχουσα αξία των δανείων σίγουρα θα μειωθεί. Οπότε, θα έλθει τρίτο πρόγραμμα για την Ελλάδα, δεύτερο για την Πορτογαλία και μετά 4ο και 3ο αντίστοιχα. Όλα θα επιλυθούν. Τίποτα δεν θα επιλυθεί.
Δεύτερον, η νίκη της κας Merkel θα αφήσει ανέγγιχτη την γενική προσέγγιση της μακροοικονομικής πολιτικής, έστω κι αν, όπως προβλέπω, θα μπει σε ευρεία συγκυβέρνηση με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD). Και δεν πρέπει να υποτιμούμε την τάση του SPD προς την “ορθοδοξία”, όταν βρίσκεται στην κυβέρνηση. Το κόμμα θα συνεχίσει να υποστηρίζει την τρέχουσα περιοριστική δημοσιονομική στάση στην ευρωζώνη.
Για την ακρίβεια, θα απορρίψει την ιδέα να χρησιμοποιήσει η Γερμανία τα δημοσιονομικά της περιθώρια για να ισορροπήσει την λιτότητα στον Νότο. Θα χρησιμοποιήσει σθεναρά νομικά επιχειρήματα. Όλα τα μέλη της ευρωζώνης συνυπέγραψαν το δημοσιονομικό σύμφωνο, που υποχρεώνει τους πάντες να εφαρμόζουν αυστηρές δημοσιονομικές πολιτικές για να μειώσουν τους συντελεστές χρέους. Δεν υπάρχει ρήτρα σε αυτούς τους νόμους και τις συνθήκες που να επιτρέπει στις χώρες να αναβάλλουν την μείωση του χρέους σε μεγάλη περίοδο, για χάρη ενός καλύτερου μακροοικονομικού μίγματος πολιτικής. Δεν είναι τυχαίο που δεν υπάρχουν τέτοιες ρήτρες.
Πρόσφατα, οι ρυθμοί επιβολής της λιτότητας έχουν επιβραδυνθεί λιγάκι. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος για τον οποίο η ευρωζώνη αναδύεται αργά από την ύφεση. Αλλά, δεδομένου ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι χάνονται, περιμένω ότι η δημοσιονομική πολιτική θα σφίξει και πάλι του χρόνου. Το βλέπουμε ήδη να συμβαίνει στην Ιταλία.
Η τρίτη οικονομική επίπτωση της νίκης Μέρκελ είναι ότι αναβάλει την στιγμή που το SPD θα επιστρέψει σε μια πιο μακροοικονομική προοπτική. Μπορεί να συμβεί κάποια στιγμή, αλλά όχι στην ερχόμενη τετραετία. Υποπτεύομαι ότι το κόμμα γενικώς θα υποστηρίξει την ορθόδοξη στρατηγική της κας Μέρκελ με αντάλλαγμα λίγες δεσμεύσεις για δαπάνες σε θέματα τα οποία είχε αναδείξει στην προεκλογική εκστρατεία.
Το SPD ποτέ δεν συνήλθε πολιτικά από το άλμα στην όχθη της προσφοράς, το οποίο έγινε υπό τον Gerhard Schröder, τον προκάτοχο της κας Μέρκελ στην καγκελαρία. Εξόρκισε τον κεϋνσιανισμό, την στιγμή που η Ευρώπη τον χρειαζόταν όσο τίποτα άλλο.
Τώρα, κολλημένο σε μια ευρεία συγκυβέρνηση, το SPD για τα επόμενα τέσσερα χρόνια θα συνεχίσει να υποστηρίζει το τρέχον πολιτικό πλαίσιο. Είναι στην φύση της ευρείας συγκυβέρνησης να αποδυναμώνει την εσωτερική της αντιπολίτευση.
Τα δύο κόμματα που θα βρεθούν στην αντιπολίτευση είναι οι Πράσινοι και το κόμμα της Αριστεράς. Και τα δύο επικεντρώνονται σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, αλλά είναι μικρά κόμματα κι έχουν περιορισμένη επιρροή στις διαπραγματεύσεις.
Αυτό σημαίνει ότι, αν ελπίζατε σε ένα ζευγάρι «σίγουρα χέρια», προφανώς πήρατε αυτό που ζητήσατε. Πάντα πρέπει να προσέχουμε τι ευχόμαστε”.
Διαβάστε επίσης:
Εντός στόχου η εκτέλεση του Προϋπολογισμού – Πρωτογενές πλεόνασμα 2,84 δισ. το 8μηνο του 2013
Πηγή Euro2day