Θα κινδυνεύσουν όσοι έκαναν καταθέσεις ή δάνεια σε στερλίνες, να πληρωθούν σε ένα σκοτσέζικο νόμισμα αμφιβόλου αξίας; Τυχόν ανεξαρτησία θα σημάνει συναλλαγματικό κίνδυνο, κίνδυνο για το χρέος της χώρας και πιστωτικό κίνδυνο στους χρηματοπιστωτικούς οίκους, αναφέρουν σε κύριο άρθρο τους οι Financial Times.
Διαβάστε όλο το άρθρο των Financial Times.
Από την περασμένη εβδομάδα, οι αγορές έχουν αρχίσει να παίρνουν στα σοβαρά την πιθανότητα να ψηφίσει η Σκοτία «Ναι» στην ανεξαρτησία της. Η συνταγματική αυτή αλλαγή θα δημιουργούσε την πιθανότητα να εκδηλωθούν τριών ειδών κίνδυνοι για τις αγορές: Συναλλαγματικός κίνδυνος, κίνδυνος για το κρατικό αξιόχρεο και πιστωτικός κίνδυνος στους χρηματοπιστωτικούς οίκους.
Η κατάσταση στο νόμισμα είναι σήμερα αδιέξοδη. Η σκοτσέζικη κυβέρνηση έχει δηλώσει ότι θα συζητήσει για νομισματική ένωση και η κυβέρνηση του Ουεστμίνστερ έχει δηλώσει ότι δεν πρόκειται να μπει σε τέτοια συζήτηση. Αλλά το Εδιμβούργο δεν μπορεί να καθιερώσει μονομερώς νομισματική ένωση και η βρετανική κυβέρνηση δεν μπορεί να καθορίσει μονομερώς το νόμισμα της Σκοτίας. Προφανώς θα πρέπει να βρεθεί μια συμφωνία. Μήπως όμως με αυτή την συμφωνία θα κινδυνεύσουν όσοι έκαναν καταθέσεις ή δάνεια σε στερλίνες, να πληρωθούν σε ένα σκοτσέζικο νόμισμα αμφιβόλου αξίας;
Όπως ανακάλυψε και η ευρωζώνη, η καθιέρωση νομισματικής ένωσης είναι εύκολη, η λειτουργία της δύσκολη και η διάλυσή της επίσης δύσκολη. Μπορείς να περάσεις νόμους που να λένε ότι όλα τα συμβόλαια που υπάρχουν σε δραχμές, θα πληρώνονται σε ευρώ. Αλλά δεν ισχύει το ίδιο όταν τα συμβόλαια σε ευρώ πρέπει να πληρωθούν σε δραχμές. Για ποια ακριβώς συμβόλαια θα ίσχυε το δεύτερο; Οποια κι αν είναι η λύση, η απάντηση θα πλήξει πολλές επιχειρήσεις και άτομα και θα απασχολήσει τα δικαστήρια.
Αλλά στην περίπτωση της Σκοτίας υπάρχει μια απλή απάντηση, που είναι πως οτιδήποτε συμβεί μετά την υιοθέτηση νέου νομίσματος, τα υπάρχοντα συμβόλαια σε στερλίνα θα παραμείνουν σε στερλίνες. Κι αυτό σημαίνει ότι η αλλαγή δεν ενέχει νομισματικό κίνδυνο. Δεν γίνεται να ισχύσει το ίδιο για την Ελλάδα, γιατί το νόημα του Grexit θα ήταν να δώσει στην χώρα την δυνατότητα να κηρύξει στάση πληρωμών των χρεών της και να προκαλέσει μεγάλη υποτίμηση, κάτι που δεν χρειάζεται και δεν θέλει η Σκοτία.
Οι μετοχές που σχετίζονται με την βρετανική κυβέρνηση βούλιαξαν την περασμένη εβδομάδα όταν οι δημοσκοπήσεις έδειξαν ότι εμφανίζεται σχεδόν ισοψηφία –ίσως γιατί οι αγορές δεν κατάλαβαν πώς να εκλάβουν τα νέα, ίσως λόγω της απειλής της σκοτσέζικης κυβέρνησης να αθετήσεις τις υποχρεώσεις της στο χρέος του Ηνωμένου Βασιλείου. Ακόμη όμως κι αν οι Σκοτσέζοι έκαναν κάτι τέτοιο, θα προστίθετο λιγότερο από 10% στο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της υπόλοιπης Βρετανίας, το οποίο στο 2,5% του ΑΕΠ, δεν είναι και βαρύ.
Επιπλέον δεν δικαιολογείται η άποψη ότι μια έξοδος της Σκοτίας, όπως και αν γίνει, θα επηρεάσει την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του υπολοίπου Ηνωμένου Βασιλείου.
Το τι θα προκαλέσει στην πιστωτική αξιολόγηση της ίδιας της Σκοτίας, είναι άλλη υπόθεση. Άλλο πράγμα είναι να ξεκινάς την ζωή σου ως νέο έθνος απαλλαγμένο από χρέη και άλλο να το κάνεις έχοντας μόλις αθετήσει τις αναλογικές υποχρεώσεις σου στο συνολικό βρετανικό χρέος των £100 δισ.
Ο τρίτος κίνδυνος που σχετίζεται με την ανεξαρτησία είναι μια αλλαγή στον πιστωτικό κίνδυνο για τους χρηματοπιστωτικούς οίκους. Οι τράπεζες και άλλες εταιρίες μπορούν να λειτουργούν στην ΕΕ μέσω υποκαταστημάτων των εθνικών τους επιχειρήσεων ή μέσω ίδρυσης ντόπιων θυγατρικών σε άλλα κράτη μέλη. Η σουηδική Handelsbanken χρησιμοποιεί υποκαταστήματα. Η ισπανική Santander παίρνει τις καταθέσεις της Σκοτίας στην εγγλέζικη θυγατρική της. Αν μια τράπεζα καταρρεύσει, ο καταθέτης θα υπαχθεί στο αρμόδιο σύστημα προστασίας καταθέσεων – της χώρας όπου βρίσκεται το προστατευόμενο συμφέρον. Όπως στην περίπτωση της Santander, αυτή μπορεί να μην είναι ούτε η χώρα που έγινε η κατάθεση, ούτε η χώρα όπου βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία της τράπεζας.
Ο μηχανισμός του «πιστωτή έσχατης ανάγκης» διαθέτει στήριξη με ρευστότητα, εάν εκδηλωθούν μαζικές αναλήψεις σε μια τράπεζα. Η κατάθεση που έδωσε την περασμένη εβδομάδα ο Mark Carney, διοικητής της Bank of England, στην ειδική επιτροπή του βρετανικού υπουργείου Οικονομικών, μπέρδεψε το θέμα με ένα άλλο διαφορετικό: Τα αποθέματα που χρειάζονται για να στοιχειοθετείται μια νομισματική σύνδεση και τους πόρους που είναι απαραίτητοι για να παρέχεται στήριξη με ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα.
Η κλίμακα των σύγχρονων κερδοσκοπικών ροών κεφαλαίου είναι τέτοια, που πιθανότατα δεν υπάρχει κανένα συναλλαγματικό αποθεματικό αρκετά μεγάλο ώστε να συντηρήσει την τιμή ενός σαφώς υπερτιμημένου νομίσματος. Την ίδια ώρα, η προσφορά στήριξης με ρευστότητα σε ισχυρούς θεσμούς, δεν εξαρτάται από τα διαθέσιμα αποθέματα, αλλά από την πιστωτική αξιολόγηση εκείνου που παρέχει αυτή την στήριξη, είτε είναι τράπεζα, είτε κυβέρνηση είτε κεντρική τράπεζα.
Αλλά μετά την διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση, ο όρος «πιστωτής έσχατης ανάγκης» χρησιμοποιείται συνέχεια με μια ευρύτερη και εσφαλμένη έννοια: Εννοεί εκείνον που (αν υπάρχει), θα αποζημιώσει πλήρως τους πιστωτές οποιασδήποτε τράπεζας καταρρεύσει ή θα ανακεφαλαιοποιήσει οποιαδήποτε τράπεζα δεν έχει πλέον την δυνατότητα να αντλήσει κεφάλαια από τους μετόχους, όπου κι αν αυτή εδρεύει. Η μόνη λογική απάντηση –για την Σκοτία και προφανώς οποιαδήποτε χώρα – είναι «πάντως όχι εγώ.»
H διαμάχη για το σκοτσέζικο δημοψήφισμα υποβαθμίζεται με τις κινδυνολογίες και τους θεατρινισμούς και των δύο πλευρών. Η Σκοτία έχει ευημερήσει ως μέλος του Ηνωμένου Βασιλείου και θα ευημερούσε και ως ανεξάρτητη χώρα. Το ποια πορεία είναι η καλύτερη, είναι ένα ζήτημα που αφορά την ταυτότητα και τις αξίες, όχι το χρήμα. Και όποιο κι αν θα είναι το αποτέλεσμα του πρωινού της Παρασκευής, υπάρχουν λογικοί άνθρωποι που θα συνεργαστούν για να διασφαλίσουν ότι η έκβαση θα παράγει και το καλύτερο δυνατό οικονομικό αποτέλεσμα.
Διαβάστε επίσης:
Έκκληση από τον πρωθυπουργό της Σκωτίας: Ψηφίστε υπέρ της ανεξαρτησίας