Οι θυρωροί της τράπεζας αφού πείστηκαν για τις αγαθές προθέσεις του τρισχιλιετή μάντη με την άσπρη σεβάσμια γενειάδα, του έδωσαν το ο.κ.
Κι εκεί που ο Κάλχας χάζευε του διαδρόμους κοιτώντας πότε τους τοίχους και πότε το νταβάνι, άκουγε, χωρίς να στήνει αυτί, και λέξεις όπως “κουμπάρος”, “κουμπαριά”, “υπόγειος πόλεμος”, “υπομονή θα τακτοποιηθείς” και άλλες φράσεις που φαινόταν άσχετες μεταξύ τους.
Παρότι ο Κάλχας έχει ειδικευθεί στους χρησμούς δεν κατάφερε να βγάλει ασφαλές συμπέρασμα, οπότε έσφαξε το μόσχο το σιτευτό για να δει τα μελλούμενα στα εντόσθια.
Και τι να βλέπει; Μαύρη, μαυρίλα, μαύρη σαν καλιακούδα. Που στη γλώσσα των μάντεων μεταφράζεται πως κάτι δυσάρεστο εξυφαίνεται για κάποιο (διορθωτή προσοχή στο ο. Κοίτα μην τυχόν το κάνεις α) υψηλά ιστάμενο ένοικο του κτιρίου. Οσο κι΄αν προσπάθησε να δει για ποιον χτυπά η καμπάνα, δεν τα κατάφερε…
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ