Οι Financial Times εξηγούν πως ''το κόστος ενέργειας έσπρωξε την BMW στις ΗΠΑ.Με τις τιμές φυσικού αερίου στις ΗΠΑ περίπου 4 φορές χαμηλότερες από την Ευρώπη και του ηλεκτρικού ρεύματος περίπου 50% χαμηλότερες, η απόφαση ευρωπαϊκών βιομηχανιών να «μεταναστεύσουν» έχει λογική''.
Διαβάστε όλο το άρθρο.
”Όταν η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία BMW, σκεφτόταν πού να κατασκευάσει εργοστάσιο εντάσεως ενέργειας για την κατασκευή του ανθρακονημάτων για το αστικό ηλεκτρικό αυτοκίνητο i3 που θέλει να εισάγει στην αγορά, δεν πέρασε πολύ ώρα μέχρι να επιλέξει την Μόουζες Λέικ στην Ουάσιγκτον.
Το εργοστάσιο των 100 εκατ. δολ., που θα λειτουργεί με την εταίρο της στην κοινοπραξία SGL Group, λειτουργεί με υδροηλεκτρική ενέργεια την οποία παράγουν τα φράγματα στον κοντινό ποταμό Κολούμπια. Το ηλεκτρικό ρεύμα που παράγουν κοστίζει μόλις 3 σεντς του δολαρίου ανά κιλοβατώρα.
Για τις αντίστοιχες ηλεκτρικές ανάγκες στην Γερμανία, όπου μεταφέρεται το ελαφρύ ανθρακόνημα για επεξεργασία και τελική κατασκευή, το κόστος θα ήταν εξαπλάσιο.
Το σχετικά υψηλό κόστος ενέργειας της Ευρώπης αποτελεί όλο μεγαλύτερο «πονοκέφαλο» για την βιομηχανία της ηπείρου, που φοβάται ότι χάνει σταθερά ανταγωνιστικότητα, ειδικά σε κλάδους εντάσεως ενέργειας.
Πέρσι, οι τιμές του φυσικού αερίου στις ΗΠΑ ήταν περίπου 4 φορές χαμηλότερες σε σχέση με την Ευρώπη και οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος ήταν περίπου 50% χαμηλότερες.
Οι επικριτές σημειώνουν ότι δύο είναι οι παράγοντες που οδηγούν σε άνοιγμα της ψαλίδας: Η «επανάσταση» του σχιστολιθικού στις ΗΠΑ, που έχει χαμηλώσει πολύ το κόστος φυσικού αερίου για την αμερικανική βιομηχανία και οι κλιματικές και ενεργειακές πολιτικές της Ευρώπης, που περιλαμβάνουν το σύστημα εμπορίας ρύπων και τις επιδοτήσεις ανανεώσιμης ενέργειας.
Περίπου 58% των βιομηχάνων που συμμετείχαν σε πρόσφατη έρευνα της Accenture φοβούνται ότι η ευρωπαϊκή βιομηχανία σε τρία χρόνια θα παραμένει μη ανταγωνιστική από ενεργειακής πλευράς σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, την Κίνα ή την Ρωσία.
Στην Ευρώπη, η πληθυσμιακή πυκνότητα, οι περιβαλλοντικές ανησυχίες και οι τεχνικές δυσκολίες, παρακωλύουν την άντληση σχιστολιθικών κοιτασμάτων και η ήπειρος παραμένει εξαρτημένη από το ακριβότερο ρωσικό και νορβηγικό αέριο.
Ο Peter Löscher, διευθύνων σύμβουλος της Siemens, είπε: “Το σχιστολιθικό αέριο θα αλλάξει θεαματικά το παιχνίδι στις ΗΠΑ. Στην Ευρώπη δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να αλλάξει το παιχνίδι. Το ενεργειακό κόστος είναι υψηλό και το μισθολογικό κόστος είναι υψηλό.»
Ο Wolfgang Eder της αυστριακής χαλυβουργίας Voestalpine είναι πολύ πιο απόλυτος: «Η έξοδος έχει αρχίσει στα χημικά, τον αυτοματισμό και την χαλυβουργία. Αν η Ευρώπη δεν αλλάξει πορεία, η διαδικασία θα επιταχυνθεί και σε κάποιο σημείο θα γίνει μη αναστρέψιμη.»
Η Γερμανία αποτελεί ενδεικτική περίπτωση, γιατί η κυβέρνηση έχει δεσμευθεί να αποσυρθεί από την πυρηνική ενέργεια και επιδοτεί την ταχεία επέκταση της ανανεώσιμης ενέργειας για να την αντικαταστήσει. Το κόστος αυτών των επιδοτήσεων, προστίθεται στα τιμολόγια ηλεκτρικού ρεύματος.
Οι βιομηχανικές τιμές του ρεύματος έχουν υποχωρήσει τα δύο τελευταία χρόνια λόγω της οικονομικής ύφεσης. Αλλά η ένωση γερμανικών βιομηχανιών BDI φοβάται ότι το κόστος της αποκαλούμενης Energiewende – που αποτιμάται στα 200 δισ. ευρώ ως το 2030– αναπόφευκτα θα ανεβάσουν τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος πολύ υψηλότερα στα επόμενα χρόνια. Οι επιδοτήσεις και άλλοι φόροι ήδη εκπροσωπούν το 50% και πλέον του κόστους των βιομηχανικών τιμολογίων στην Γερμανία.
Ωστόσο οι βιομηχανίες εντάσεως ενέργειας στην Γερμανία, όπως κατασκευής γυαλιού, αλουμινίου, τσιμέντου και χαρτιού, απαλλάσσονται από την πληρωμή διαφόρων δασμών και χρεώσεων που σχετίζονται με την ενέργεια.
Επιπλέον, για μια τυπική μηχανολογική επιχείρηση της Ευρώπης, η ενέργεια αποτελεί μικρό τμήμα του συνολικού κόστους.
Η Claudia Kemfert, επικεφαλής του ενεργειακού τμήματος στο German Institute of Economic Research στο Βερολίνο, σχολιάζει ότι, άρα, τα σχόλια των media για εταιρίες που εγκαταλείπουν την Ευρώπη λόγω υψηλού ενεργειακού κόστους είναι υπερβολικά.
«Η εμπειρία δείχνει γιατί επιλέγουν κάποιες εταιρίες να βγουν στο εξωτερικό. Ο πρώτος μεγάλος παράγοντας είναι το μισθολογικό κόστος και ο δεύτερος να κερδίσουν πάτημα σε διεθνείς αγορές. Υπάρχει ποικιλία παραγόντων, αλλά το ενεργειακό κόστος δεν είναι ένας από αυτούς.»
Διαβάστε επίσης:
Πηγή Euro2day