Κυριακή, 24 Νοε.
9oC Αθήνα

Γιατί τα ελληνικά ομόλογα, τράπεζες και μετοχές είναι θωρακισμένα έναντι των αναταράξεων στις αγορές

Γιατί τα ελληνικά ομόλογα, τράπεζες και μετοχές είναι θωρακισμένα έναντι των αναταράξεων στις αγορές

Ο πολιτικός κίνδυνος που δημιούργησαν οι γαλλικές εκλογές εξακολουθεί να ελλοχεύει υπεράνω των ευρωπαϊκών αγορών μετοχών, ομολόγων και συναλλάγματος. Οι επενδυτές μόνον προς το παρόν απομάκρυναν το ασφάλιστρο πολιτικού κινδύνου, σύμφωνα με μερίδα αναλυτών.

Και ενώ πολύ αναλυτές προειδοποιούν για το ενδεχόμενο κρίσης στις αγορές ομολόγων και μετοχών, «καμπανάκι» κινδύνου κρούει ο οίκος Moody’s για τις προοπτικές του δημόσιου χρέους της Γαλλίας εάν οι πολιτικές διαμάχες οδηγήσουν σε ουσιαστική επιδείνωση των δημοσιονομικών μεγεθών και του χρέους της. Μια αποδυνάμωση της δέσμευσης για δημοσιονομική εξυγίανση θα αυξήσει τις πιστωτικές πιέσεις προς τα κάτω. Το αυξημένο βάρος του χρέους της Γαλλίας αυξάνει την έκθεσή της σε υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης και θα μπορούσε να οδηγήσει σε ταχύτερη από την αναμενόμενη αύξηση των πληρωμών τόκων για τα ομόλογα της χώρας, αλλά και χωρών της Ε.Ε, προειδοποίησε η Moody’s.

Ο οίκος προειδοποίησε ότι οι προοπτικές της χώρας μπορεί να μειωθούν σε αρνητικές από σταθερές, εάν παρατηρήσει μεγαλύτερη επιδείνωση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους σε σύγκριση με τους ομολόγους της.

«Η Γαλλία μπορεί να γίνει ο νέος αδύναμος κρίκος της Ευρώπης», σύμφωνα με μερίδα αναλυτών. Η δύσκολη εξίσωση του δημοσιονομικού ελλείμματος θα πρέπει να λυθεί άμεσα και όχι αργότερα και αργά ή γρήγορα η ανησυχία θα περάσεις και στα γαλλικά ομόλογα. Αρκεί μια ματιά στο ασφάλιστρο απόδοσης που ζητούν οι επενδυτές για την κατοχή γαλλικών ομολόγων έναντι ασφαλέστερων γερμανικών τίτλων: κυμαινόταν γύρω στις 40 με 50 μονάδες βάσης πριν ο Μακρόν διαλύσει το κοινοβούλιο και τώρα διαπραγματεύεται πάνω από 60 μονάδες βάσης. Το spread έχει εισέλθει πιθανότατα σε ένα νέο, υψηλότερο εύρος τιμών, αναφέρει η Societe Generale.

O κίνδυνος για μία νέα κρίση του ευρώ δεν πρέπει να αποκλειστεί, σύμφωνα με τον γνωστό αρθρογράφο του Reuters, Hugo Dixon, ο οποίος εστιάζει στα δημοσιονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν η γαλλική και η ιταλική οικονομία. Μία αδυναμία διόρθωσης των δημοσιονομικών ανισορροπιών θα δημιουργήσει πρόβλημα και στην Ευρωζώνη, όπως συνέβη την περασμένη 10ετία . Η Γαλλία και η Ιταλία είναι πολύ μεγαλύτερες οικονομίες από την Ελλάδα και τα άλλα μέλη της ευρωζώνης που βρέθηκαν στο επίκεντρο της τελευταίας κρίσης, σημειώνει.

Πολιτική παράλυση στη Γαλλία μέχρι το φθινόπωρο του 2025 βλέπει η Citi. Αυτό έχει αρνητικές συνέπειες για τη γαλλική οικονομία και τα δημόσια οικονομικά, αλλά πιο ανησυχητικές για την Ευρώπη. Οι αναλυτές του ελβετικού οίκου UBS θεωρούν ότι η μεταβλητότητα θα παραμείνει υψηλή, καθώς κάποιος βαθμός risk premium θα παραμείνει. Το τέλος των μεταρρυθμίσεων στη Γαλλία, βλέπει η Berenberg και εκτιμά ότι έρχονται υποβαθμίσεις, λόγω δημοσιονομικών προβλημάτων και αρνητικό επενδυτικό κλίμα.

Η πολιτική αβεβαιότητα βρίσκεται στο προσκήνιο, με τις γαλλικές εκλογές, με τους περισσότερους αναλυτές να εκτιμούν ότι η μεταβλητότητα των αγορών μετοχών θα αυξηθεί, καθώς οι ΗΠΑ πλησιάζουν στις προεδρικές εκλογές τον Νοέμβριο.

Ομόλογα

Ιδιαίτερα ανθεκτική παρουσιάζεται η ελληνική αγορά ομολόγων, παρά την αβεβαιότητα που έχουν προκαλέσει οι πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία.

Εάν υπάρξει αναταραχή στην ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων, πόσο μπορεί να πλήξει τα ελληνικά ομόλογα;

Είναι γεγονός ότι η Ελληνική οικονομία σήμερα είναι οχυρωμένη, είναι σε επενδυτική βαθμίδα και με καλή δημοσιονομική εικόνα. Σήμερα το έλλειμμα της γαλλικής κυβέρνησης είναι ήδη γύρω στο 5% του ΑΕΠ και για εμάς είναι περίπου στο 1% για φέτος. Το μόνο που μπορεί να κάνει η ελληνική κυβέρνηση είναι να θωρακίσει την αγορά, συνεχίζοντας τη δημοσιονομική σταθερότητα.
Να επισημάνουμε ότι η ΕΚΤ έχει γραμμή άμυνας σε περίπτωση αναταραχής στα ευρωπαϊκά ομόλογα. Μετά τη χρεοκοπία της Ελλάδας δημιουργήθηκε ένα νέο εργαλείο-«υπερόπλο», το Transmission Protection Instrument (TPI), με το οποίο μπορούν να πραγματοποιούνται αγορές στη δευτερογενή αγορά τίτλων από εκδότριες χώρες που αντιμετωπίζουν επιδείνωση των συνθηκών χρηματοδότησης.

Η Ελλάδα αναμένει και άλλες αναβαθμίσεις έως το τέλος του έτους, οι επόμενες αξιολογήσεις μέχρι το τέλος του 2024 είναι: DBRS 6 Σεπτεμβρίου, Moody’s 13 Σεπτεμβρίου, Standard and Poor’s 18 Οκτωβρίου, Fitch 22 Νοεμβρίου και Scope Ratings 6 Δεκεμβρίου.
Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένεται η αξιολόγηση της Moody΄s, στις 13 Σεπτεμβρίου 2024, ο οποίος είναι ο μόνος οίκος που δεν έχει αναβαθμίσει την Ελλάδα σε επενδυτική βαθμίδα, με την αξιολόγηση της μακροπρόθεσμης πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας να παραμένει σε Ba1 (μία βαθμίδα κάτω από την επενδυτική) με σταθερές προοπτικές επαναξιολόγησης.

Η «σκληρή» Moody’s δεν αναβάθμισε τον περασμένο Μάρτιο και τώρα οι ελπίδες μετατίθενται για τον Σεπτέμβριο. Η Moody’s έκανε όμως την έκπληξη στην τελευταία της γνωμοδότηση τον περασμένο Σεπτέμβριο του 2023 και αναβάθμισε δύο βαθμίδες την Ελλάδα.

Ο οίκος Moody’s είναι ο μεγαλύτερος στον κόσμο, γι’ αυτό και η δυνητική ζήτηση σε περίπτωση αναβάθμισης για τα ελληνικά ομόλογα μπορεί να φτάσει πλέον ακόμη και στα 20 δισ. ευρώ.

Να σημειώσουμε ότι στέλεχος του οίκου , ο Κόλιν Έλις ο οποίος μίλησε στο συνέδριο του Εconomist άνοιξε «παράθυρο» για την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας στην επενδυτική βαθμίδα από τη Moody’s.

Χωρίς να δεσμευτεί για τις προθέσεις του οίκου αξιολόγησης, ο Κόλιν Έλις σημείωσε ότι «στις 13 Σεπτεμβρίου, οπότε είναι προγραμματισμένη η νέα αξιολόγηση, τα πράγματα θα είναι καλύτερα».

Οι τράπεζες

Οι ελληνικές τράπεζες, μετά την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, είναι περισσότερο οχυρωμένες σε τυχόν χρηματοπιστωτικές κρίσεις, καθώς η ρευστότητά τους είναι διασφαλισμένη, λόγω της επιλεξιμότητας των ομολόγων τους για δανεισμό από την ΕΚΤ. Οι τράπεζες αναμένεται να έχουν χαμηλότερο κόστος χρηματοδότησης και βελτιωμένη ρευστότητα λόγω της συμπερίληψης αυτών σε όλες τις μελλοντικές πράξεις της. Θα μπορούν να δανείζονται από την ΕΚΤ με εγγύηση ομόλογα του δημοσίου που θα αποτιμώνται στην πραγματική τους αξία. Μέχρι σήμερα η ΕΚΤ έκανε κατ’ εξαίρεση δεκτά τα ελληνικά ομόλογα ως εγγυήσεις αλλά με έκπτωση 50% στην αξία τους.

Η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του δημοσίου αναβαθμίζει και το αξιόχρεο των τραπεζών, οι οποίες θα μπορούν να δανείζονται με πιο χαμηλά επιτόκια από τη διατραπεζική αγορά. Ο φθηνότερος δανεισμός για τις τράπεζες σημαίνει εξίσου φθηνός δανεισμός και για επιχειρήσεις και νοικοκυριά.

Να σημειώσουμε ότι όλες οι ελληνικές τράπεζες έχουν αναβαθμιστεί σε επενδυτική βαθμίδα και μάλιστα δύο κλίμακες πάνω από το ελάχιστο όριο.

Για τις τράπεζες, η αναβάθμιση σε investment grade μεταφράζεται σε βελτιωμένες συνθήκες χρηματοδότησης, εξοικονόμηση κόστους επιτοκίου στις μελλοντικές εκδόσεις MREL (Απαίτηση Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων) ύψους περίπου 8 δισ. και βελτίωση της ποιότητας των χαρτοφυλακίων τίτλων τους, τα οποία αποτελούνται κυρίως από τίτλους ελληνικών ομολόγων.
Μία γεύση από το τι σημαίνουν για τις τράπεζες οι αναβαθμίσεις σε επενδυτική βαθμίδα πήραμε από την πρόσφατη έκδοση του ομολόγου της Πειραιώς.

Η συναλλαγή συγκέντρωσε ισχυρό επενδυτικό ενδιαφέρον με συμμετοχή άνω των 200 θεσμικών επενδυτών, με το 70% να κατανέμεται σε διαχειριστές κεφαλαίων, ασφαλιστικές εταιρείες και συνταξιοδοτικά ταμεία, το 21% σε τράπεζες, το 7% σε κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου και το 2% σε λοιπούς επενδυτές.

Το συνολικό βιβλίο εντολών της συναλλαγής ξεπέρασε τα 4,1 δισ., υπερκαλύπτοντας κατά περισσότερες από 8,2 φορές τον αρχικό στόχο έκδοσης 500 εκατ., και πρόκειται για το μεγαλύτερο βιβλίο που έχει καταγραφεί σε έκδοση ομολόγου Υψηλής Εξοφλητικής Προτεραιότητας από ελληνική τράπεζα τα τελευταία χρόνια. Η τελική απόδοση διαμορφώθηκε στο 4,625%, έναντι αρχικού στόχου 5,00%. Η έκδοση αποτελεί την πρώτη έκδοση νέου ομολόγου ελληνικής τράπεζας που φέρει την επενδυτική βαθμίδα.

Η επιτυχία αποτυπώνεται, περαιτέρω, και στο ιστορικά χαμηλό πιστωτικό περιθώριο των περίπου 170μ.β. για τη συναλλαγή, το οποίο είναι χαμηλότερο κατά περισσότερες από 50μ.β. σε σχέση με το αντίστοιχο περιθώριο της έκδοσης του Απρίλιο 2024 και χαμηλότερο κατά περισσότερες από 200μ.β. σε σχέση με το περιθώριο της έκδοσης του Νοέμβριο 2023.

Προσφάτως η Standard & Poor’s και η Moody’s έδωσαν ισχυρή ψήφο εμπιστοσύνης στις τράπεζες προχωρώντας στην αναβάθμιση των ελληνικών.

Όπως σημειώνει η S&P, η ενεργός εκκαθάριση των ισολογισμών του ελληνικού τραπεζικού συστήματος πλησιάζει στο τέλος της, καθώς οι ελληνικές τράπεζες επιτυγχάνουν πλήρη ανάκαμψη μετά την κρίση και αρχίζουν να επωφελούνται από τη θετική οικονομική δυναμική στην Ελλάδα.

Οι τράπεζες στην Ελλάδα έχουν επίσης, μεμονωμένα η κάθε μία τους, σύμφωνα με τον οίκο, σημειώσει σημαντική πρόοδο προς τη βελτίωση της δημιουργίας κερδών και της ανθεκτικότητας του επιχειρηματικού μοντέλου τους. Τρεις από τις τέσσερις μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες εμφανίζουν ήδη δείκτες μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE) 3%-4% στο τέλος του πρώτου τριμήνου 2024 και η S&P αναμένει περαιτέρω βελτίωση μέχρι το τέλος του 2026.

Χρηματιστήριο Αθηνών

Τυχόν αναταραχή στις ευρωπαϊκές χρηματιστηριακές αγορές πόσο μπορεί να επηρεάσει το Χρηματιστήριο Αθηνών;
Σε πρόσφατη ανάλυσή της η Εθνική Χρηματιστηριακή, ανέφερε μία σειρά από δεδομένα που θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν τυχόν πιέσεις από το εξωτερικό.

Η χρηματιστηριακή αναφέρεται στην πολιτική σταθερότητα στην Ελλάδα, σε αντίθεση με πολλές ευρωπαϊκές χώρες , το υποστηρικτικό μακροοικονομικό σκηνικό (αύξηση ΑΕΠ >2,0%, πολύ υψηλότερα από τους μέσους όρους της ΕΕ, η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να αναπτύσσεται σταθερά τα επόμενα δύο χρόνια και να ξεπεράσει τις επιδόσεις της ευρύτερης οικονομίας της ευρωζώνης), την επιστροφή της εμπιστοσύνης των επενδυτών, την αυξημένη ρευστότητα, ελκυστικές αποτιμήσεις ,τα ισχυρά εταιρικά κέρδη και η υψηλή μερισματική απόδοση της αγοράς, η οποία είναι υψηλότερη των ευρωπαϊκών αγορών.

Σε επίπεδο αποτίμησης το p/e της ελληνικής αγορά κυμαίνεται στο 8, χαμηλότερα από το 14 των ευρωπαϊκών αγορών και το 20 των αμερικανικών αγορών.

Την ίδια ώρα ο δείκτης κεφαλαιοποίηση/ΑΕΠ, η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά είναι αρκετά χαμηλότερος από άλλες αγορές.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Οικονομία Τελευταίες ειδήσεις