Η φορολογία τρώει την ανάπτυξη, αυτό είναι το συμπέρασμα της έκθεσης της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία με στοιχεία αποδεικνύει ότι όσο η ύφεση βάθαινε, τόσο οι φόροι αυξάνονταν. Μάλιστα σημειώνει ότι μόνο την περίοδο 2013 – έγινε προσπάθεια να μειωθούν οι φόροι.
Όπως χαρακτηριστικά το 2017 το σύνολο των φορολογικών εσόδων αντιστοιχούσε στο 96,8% των φορολογικών εσόδων του 2007 (ή 74,8 δισ. ευρώ το 2017, έναντι 77,3 δισ. ευρώ το 2007), όταν το ΑΕΠ σε σταθερές τιμές ήταν μόλις το 74,6% του ΑΕΠ του 2007 (ή 250,7 δισ. ευρώ το 2007, έναντι 187,1 δισ. ευρώ το 2017).
Στην Ενδιάμεση Έκθεση της ΤτΕ αναφέρεται πως με εξαίρεση την περίοδο 2013-2014 το ενδιαφέρον των ελληνικών κυβερνήσεων κατά τα μνημονιακά χρόνια επικεντρώθηκε στην αύξηση της φορολογίας, που ειδικά τα τελευταία χρόνια ήταν «συνεχής, μεγάλη και άδικη».
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος μεταξύ 2008 και 2017 τα φορολογικά έσοδα της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκαν σχεδόν κατά 9% του ΑΕΠ, από το 33,4% του ΑΕΠ το 2008, στο 42,1% του ΑΕΠ το 2017, όταν στις εποχές των «παχιών αγελάδων», ήτοι μεταξύ 2002-2007 τα φορολογικά έσοδα είχαν μειωθεί κατά 1,5% του ΑΕΠ.
«Η αύξηση των φορολογικών εσόδων σε συνθήκες ύφεσης προήλθε κατά κύριο λόγο από τη μεγάλη και συνεχή αύξηση των φορολογικών συντελεστών στο εισόδημα, στην κατανάλωση, στα κέρδη των επιχειρήσεων και την περιουσία, με αρνητικές επιπτώσεις στην αναπτυξιακή δυναμική και τη φορολογική δικαιοσύνη», αναφέρει στο συγκεκριμένο σημείο η ΤτΕ.
Οι φόροι στο 3ο Μνημόνιο.
Η Τράπεζα της Ελλάδος εμφανίζεται επικριτική για το δημοσιονομικό μίγμα του τρίτου μνημονίου και για το γεγονός πως δόθηκε βάρος στην αύξηση της έμμεσης φορολογίας και όχι στη μείωση της δημόσιας κατανάλωσης.
«Η δημόσια κατανάλωση δεν συνέχισε την καθοδική της πορεία, αλλά παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη, με αποτέλεσμα το κύριο βάρος της προσαρμογής να το φέρουν τόσο οι φόροι όσο και οι δημόσιες επενδύσεις. Πράγματι, η παρατηρούμενη περιστολή της συνολικής δημόσιας δαπάνης κατά το πρώτο και τρίτο πρόγραμμα (το δεύτερο πρόγραμμα ήταν εξαίρεση) επήλθε κυρίως μέσω της περικοπής των δημόσιων επενδύσεων, που ήταν διπλάσια και τετραπλάσια αντίστοιχα της μείωσης της δημόσιας κατανάλωσης, επενεργώντας όμως έτσι πολλαπλασιαστικά στην αρχική υφεσιακή διαταραχή», σημειώνεται σχετικά.
Για τα χαρακτηριστικά της τρέχουσας φορολογικής πολιτικής, η κεντρική τράπεζα εστιάζει στο γεγονός ότι η συμβολή της άμεσης φορολογίας παραμένει χαμηλή και πως τα περισσότερα έσοδα προέρχονται από την έμμεση φορολογία. «Η υπερβολική αυτή εξάρτηση από την έμμεση φορολογία αποτυπώνεται στη σχεδόν διπλάσια αναλογία της προς την άμεση φορολογία (1:1,7), κυρίως ως αποτέλεσμα της μεγάλης φοροδιαφυγής», σημειώνει η ΤτΕ και προσθέτει πως αν και οι φορολογικοί συντελεστές στην εργασία, στην επιχειρηματικότητα και την κατανάλωση στην Ελλάδα είναι από τους υψηλότερους στην Ε.Ε., οι φόροι στην κατανάλωση στην Ελλάδα είναι μεγαλύτεροι από τον μέσο όρο της Ε.Ε. και της ευρωζώνης.
Του Θανάση Παπαδή