Χθες όμως απασφάλισε και μας θύμισε εκείνες τις εποχές. Η χαλαρή απάντηση του υπουργείου Οικονομικών «κάνουν λάθος» πείθουν πως αρχίζει να υπάρχει πρόβλημα στην πραγματική οικονομία. Όσο και να είναι υπερβολικές οι εκτιμήσεις της Κομισιόν, ένα είναι σίγουρο, ότι η ελληνική οικονομία επέστρεψε στην περίοδο της ανυποληψίας.
[read4more]
Πλέον οι δανειστές δεν πιστεύουν ότι η χώρα θα τηρήσει τις υποσχέσεις της και το μόνο που τους κάνει να κρατούν μία σχετικά ήπια στάση είναι το γεγονός ότι οι εκλογές θα ξεκαθαρίσουν το τοπίο.
Ωστόσο η ζημιά στην οικονομία έχει γίνει. Το πακέτο Τσίπρα ήταν και αχρείαστο και πέρα από τις δυνατότητες της χώρας. Το ζητούμενο πλέον είναι να υπάρξει μία στοιχειώδης ισορροπία έτσι ώστε η χώρα να μην αναγκαστεί να επιστρέψει στην περίοδο εκείνη που χρειαζόταν νέα μέτρα εισπρακτικού χαρακτήρα. Θα έκανε μεγάλο κακό στο εσωτερικό ενώ θα έστελνε και ένα δυσμενές μήνυμα προς τους ξένους επενδυτές και δανειστές.
Το στοίχημα είναι στο 2019 και αυτό διότι οι υποσχέσεις για το επόμενο έτος είναι κενό γράμμα και αυτό το έχουμε πει από την πρώτη στιγμή που ανακοινώθηκε. Σε όλα αυτά θα πρέπει να προστεθεί και το γεγονός ότι η κατάργηση της μείωσης του αφορολογήτου δημιουργεί μία νέα μαύρη τρύπα στα δημοσιονομικά, που η Κομισιόν δεν έχει λάβει υπόψη.
Η νέα διακυβέρνηση θα έχει μπροστά της μόλις ένα 6μηνο για να αναστρέψει την κατάσταση. Μία κατάσταση που δεν είναι εύκολη έστω και αν στην κυβέρνηση την αμφισβητούν.
Τι προβλέπει όμως η Κομισιόν;
- Η Κομισιόν αμφισβητεί ευθέως την εκτίμηση για πλεόνασμα εφέτος 4,1% και εκτιμά ότι αυτό θα κινηθεί στην περιοχή του 3,6%.
- Η κοστολόγηση της ρύθμισης των δόσεων από την κυβέρνηση είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με αυτή των δανειστών. Η μεγάλη αντίρρηση των δανειστών έχει να κάνει με τις ρυθμίσεις των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία. Η τρόικα πιστεύει ότι υπάρχει «μαύρη τρύπα» η οποία θα κυμαίνεται από 0,3% έως και 0,6% του ΑΕΠ σε αντίθεση με την ελληνική πλευρά η οποία βλέπει θετική επίδραση της τάξεως του 0,2% του ΑΕΠ για το 2019 και 0,3% για το 2020.
- Μία ακόμη διαφωνία έγκειται και στην ποιοτική επίπτωση των μέτρων στην οικονομία. Μεταξύ άλλων, στην έκθεση αναφέρονται τα εξής: «Οι χαμηλότεροι συντελεστές ΦΠΑ για τα προϊόντα διατροφής, τα εστιατόρια και τις υπηρεσίες τροφίμων, τον ηλεκτρισμό και το φυσικό αέριο αντιτίθενται σε ένα σημαντικό μέτρο που εγκρίθηκε τον Ιούλιο του 2015, διατηρώντας παράλληλα τον πολύ υψηλό συντελεστή 24% και αυξάνοντας περαιτέρω το κενό ΦΠΑ» αναφέρει η Επιτροπή υπενθυμίζοντας ότι η Ελλάδα έχει ένα από τα μεγαλύτερα «κενά ΦΠΑ» (VAT GAP) στην Ευρώπη και τον 4ουψηλότερο κανονικό συντελεστή μεταξύ των χωρών μελών.