Η Ελλάδα διαβαίνει τον Ρουβίκωνα της ύφεσης και επιστρέφει στην ανάπτυξη. Ηδη το δεύτερο εξάμηνο του 2016 η ελληνική οικονομία έχει περάσει σε θετικό έδαφος, σύμφωνα με τις Φθινοπωρινές οικονομικές εκτιμήσεις της Κομισιόν.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ότι το 2017 το ελληνικό ΑΕΠ θα επιταχυνθεί σημαντικά στο +2,7%, ενώ για το 2018 η πρόβλεψη είναι ακόμα καλύτερη αφού εκτιμάται στο 3,1%.
Το πιο σημαντικό, όμως, είναι πως προβλέπει ότι θα αρχίσουν να αυξάνουν και οι μισθοί.
Οι παράγοντες που κατά την Κομισιόν ωθούν την ελληνική οικονομία προς την ανάπτυξης είναι το βελτιωμένο οικονομικό κλίμα, ως απόρροια της ολοκλήρωσης της α’ αξιολόγησης και της σταθεροποίησης των δημοσιονομικών μεγεθών.
Επίσης θεωρεί ότι οι υπόλοιποι παράγοντες που θα επιδράσουν θετικά είναι η αύξηση των επενδύσεων, η βελτίωση της αγοράς εργασίας, η ενίσχυση των εξαγωγών και η τόνωση της εγχώριας ζήτησης. Στο θετικό κλίμα θα συνεισφέρει και η βελτίωση των πιστωτικών συνθηκών, χάρη στους ευνοϊκούς όρους δανειοδότησης, στο πλαίσιο του τρίτου προγράμματος βοήθειας.
Επιπλέον η Κομισιόν εκτιμά ότι η ανεργία θα συνεχίσει να μειώνεται, υποχωρώντας στο 23,5% το 2016 και στο 22,2% το 2017, ενώ στο μέτωπο των δημοσιονομικών, προσδοκά σε μείωση του χρέους στο 179,1% το 2017 και στο 172,4% το 2018 – από 181,6% το 2016.
Όσον αφορά στον πληθωρισμό, αναμένει επιστροφή σε θετικό έδαφος και συγκεκριμένα, στο 0,1% φέτος, προτού ενισχυθεί στο 1,1% το 2017 και στο 1% το 2018.
Για τους μισθούς εκτιμά ότι θα αρχίσουν να αυξάνονται, σε ποσοστά ανάλογα της ανάκαμψης της οικονομίας.
Παρ’ όλα αυτά, η Κομισιόν δεν παραλείπει να προειδοποιήσει για μία σειρά προκλήσεων, οι οποίες εκπορεύονται από τη β’ αξιολόγηση, τονίζοντας ότι τυχόν καθυστερήσεις θα αντιστρέψουν το θετικό κλίμα και τις ευνοϊκές εκτιμήσεις. Στο αρνητικούς παράγοντες συγκαταλέγονται επίσης, τόσο οι γεωπολιτικές εντάσεις, όσο και η προσφυγική κρίση.
Σχετικά με την πορεία των εσόδων, η Επιτροπή επισημαίνει ότι τα ισχυρά δημόσια έσοδα οφείλονται κυρίως, στη βελτίωση αφενός, των μακροοικονομικών μεγεθών της χώρας και αφετέρου, της αποτελεσματικότητας των φοροεισπρακτικών μηχανισμών.
Τέλος, δεν παραλείπει να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου τόσο για τη μικρή μείωση στις δαπάνες, όσο και για τις αβεβαιότητες στην εφαρμογή του νέου φορολογικού και ασφαλιστικού συστήματος.