Οι Financial Times κάνουν ''ταμείο'' από την κυβέρνηση συνασπισμού της Μέρκελ, στοιχηματίζοντας πως θα συνεχιστεί η γερμανική πολιτική λιτότητας ιδίως στα καταπονημένα μέλη της ευρωζώνης.
Οι κυβερνήσεις συνασπισμού είναι ρουτίνα για τη Γερμανία. Ωστόσο, η διαδρομή προς την πρόσφατη συμμαχία των Χριστιανοδημοκρατών και τον Σοσιαλδημοκρατών ήταν γεμάτη από πρωτιές: οι πιο μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις, ο μεγαλύτερος αριθμός συνομιλητών, το πιο μακροσκελές «συμβόλαιο» – και το χειρότερο αποτέλεσμα.
Ο τίτλος της συμφωνίας του ευρύ συνασπισμού -Σχηματίζοντας το Μέλλον της Γερμανίας- αποκαλύπτει πλήρως την απουσία κάθε έμπνευσης. Δεν στέκει πουθενά και είναι παραπλανητικός. Η συμφωνία που υπέγραψε η καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ και οι εταίροι της του SPD αφορά πολύ περισσότερο το παρελθόν.
Κοιτάξτε πίσω από τις θεαματικές επικεφαλίδες της πρότασης εισαγωγής κατώτατου μισθού και διοδίων για τους ξένους στις αρτηρίες και θα δείτε καθαρά ότι οι μόνοι κερδισμένοι από τη συμφωνία των 185 σελίδων είναι οι παλιοί, που θα εξυπηρετηθούν τριπλά. Οι μεγαλύτερες σε ηλικία μητέρες θα εξασφαλίσουν υψηλότερα συνταξιοδοτικά επιδόματα για κάθε παιδί. Οι μεγαλύτεροι εργαζόμενοι θα μπορέσουν να συνταξιοδοτηθούν νωρίτερα, στα 63 έτη, εφόσον έχουν συμπληρώσει 45 χρόνια εργασίας. Τέλος, όσοι έχουν δουλέψει σε όλη την ενήλικη ζωή τους, αλλά έκαναν μικρές εισφορές, θα δουν τις συντάξεις τους να αυξάνονται.
Είναι εμφανές γιατί έγινε αυτό. Τα στοιχεία που κοινοποίησε το απογραφικό ινστιτούτο της Γερμανίας δείχνουν ότι ο πληθυσμός της χώρας έχει τον υψηλότερο μέσο όσο ηλικίας σε όλη την Ευρώπη – 45 χρόνια σε σύγκριση με 39,7 στη Βρετανία και 35 στην Ιρλανδία. Οπότε δεν είναι έκπληξη που τα πολιτικά κόμματα οικειοθελώς ακολουθούν τις πλειοψηφίες στην ηλικιακή δομή της γερμανικής κοινωνίας. Και τα δύο μεγάλα κόμματα έχουν γίνει κόμματα της μεγαλύτερης ηλικίας. Σε αυτήν την ηλικιακή ομάδα βρίσκουν τους περισσότερους ψηφοφόρους τους – και επίσης τους πιο αξιόπιστους. Αυτό είναι το ισχυρότερο πολιτικό μήνυμα που έστειλε, από απροσεξία, ο νέος κυβερνητικός συνασπισμός. Αν επικρατήσει αυτό το μήνυμα -ότι οι παλαιοί νίκησαν-, τότε η Γερμανία θα χάσει την εμπιστοσύνη της νέας, μορφωμένης γενιάς και θα καταλήξει να χάσει το μέλλον της.
Πράγματι, συμφωνήθηκαν και κάποια μέτρα για τους νεότερους Γερμανούς. Για παράδειγμα, θα γίνουν κάποιες παραπάνω επενδύσεις σε παιδικούς σταθμούς -για να δοθεί η ευκαιρία στους γονείς (στην πραγματικότητα κυρίως στις μητέρες) να επιστρέψουν ταχύτερα στη δουλειά. Αλλά το κίνητρο σε αυτό δεν ήταν μόνο να ενθαρρυνθούν τα νέα ζευγάρια που θέλουν να ξεκινήσουν οικογένεια. Το κίνητρο έχει να κάνει περισσότερο με την επίτευξη του στόχου του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος SPD να προωθήσει την αυτοδιάθεση των γυναικών και επίσης με την ανάγκη αύξησης του εργατικού δυναμικού σε μια περίοδο όπου ο αριθμός των καταρτισμένων εργαζόμενων που συνταξιοδοτούνται αρχίζει να ξεπερνά τον αριθμό των καταρτισμένων αποφοίτων που εισέρχονται στην αγορά εργασίας.
Άλλα κίνητρα που στόχευαν πιο άμεσα στην ανακούφιση των οικογενειών από το κόστος εκπαίδευσης περιλαμβάνονταν στην εκλογική εκστρατεία του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος CDU, αλλά απορρίφθηκαν γρήγορα στις συνομιλίες για τον συνασπισμό.
Η Α. Μέρκελ και η ομάδα της δεν κατάφεραν να επιβάλουν την αύξηση στα επιδόματα παιδιών και τις φορολογικές ελαφρύνσεις οικογενειών που είχαν υποσχεθεί, επειδή φοβήθηκαν ότι θα υπονόμευαν τον ευρύτερο πολιτικό στόχο της απουσίας φορολογικών αυξήσεων. Ο ευκολότερος τρόπος για να υπονομεύσουν οι συντηρητικοί την επιθυμία των σοσιαλδημοκρατών εταίρων τους για αυξήσεις των δαπανών σε σχολεία, υποδομές και άλλες κοινωνικές δαπάνες ήταν να εγκαταλείψουν τις δικές τους επιθυμίες για δαπάνες.
Για την Α. Μέρκελ αυτή η «αποχή» έχει και μια ακόμη, πιο σημαντική, επίδραση. Της δίνει τη δυνατότητα να διατηρήσει την πολιτική της λιτότητας που επιβάλλει η Γερμανία στην υπόλοιπη Ευρώπη, ειδικά σε εκείνα τα καταπονημένα μέλη της ευρωζώνη. Οι επιδράσεις των συνομιλιών για τον σχηματισμό της νέας γερμανικής κυβέρνησης έχουν ενδυναμώσει την προσέγγισή της στην κρίση της ευρωζώνης. Δεν πρόκειται πλέον για τη στρατηγική που επιβάλλει μόνο το δικό της κόμμα, αλλά για στρατηγική που έχει καταγραφεί στη συμφωνία με το SPD.
Σε αυτήν όμως την περίπτωση, η αποχή από τις φορολογικές αυξήσεις ή την αύξηση του χρέους ήταν μια εύκολη επιτυχία, αφού αντί αυτού και τα δύο κόμματα συμφώνησαν να λεηλατήσουν τον προϋπολογισμό του συνταξιοδοτικού συστήματος. Οι μεγάλες εισφορές που πληρώνουν οι Γερμανοί εργαζόμενοι για τα υποχρεωτικά συνταξιοδοτικά τους ταμεία επρόκειτο για μειωθούν λίγο, αφού τα τρέχοντα υψηλά επίπεδα απασχόλησης προσφέρουν στα ταμεία υψηλότερα έσοδα από τα απαραίτητα για να πληρωθούν οι τωρινές συντάξεις. Οι ασφαλισμένοι έχασαν αυτήν την ελάφρυνση, που θα μπορούσε να αποδειχθεί χρήσιμη στην αύξηση των καταναλωτικών δαπανών.
Οι εκπρόσωποι επιχειρήσεων και τα οικονομικά think-tank έχουν σχολιάσει με δυσαρέσκεια τον δρόμο που παίρνει ο νέος κυβερνητικός συνασπισμός. Η αντίδραση της καγκελαρίου ήταν κοφτή. Τα αποτελέσματα των εκλογών του Σεπτεμβρίου, όπου το CDU παρά τρίχα δεν εξασφάλισε την απόλυτη πλειοψηφία, θα μπορούσαν -θεωρητικά τουλάχιστον- να καταλήξουν σε μια άλλη συμμαχία με στρατηγικές πολύ πιο καταστροφικές για τα οικονομικά συμφέροντα της χώρας.
Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν μείωση στην αρχική στήριξη για τον ευρύ συνασπισμό. Παράλληλα όμως δείχνουν ότι οι Γερμανοί συνεχίζουν να προτιμούν απαράβατα την κοινωνική σταθερότητα από την οικονομική ελευθερία. Σε αυτά τα θεμέλια βασίζεται η νέα κυβέρνηση. Είναι μια συμμαχία που δουλεύει για όσους υπάρχουν σήμερα, όχι για εκείνους που θα έρθουν. Όμως, στο τέλος, θα διακυβευθεί το μέλλον όλων των Γερμανών.
Διαβάστε επίσης: Μειώνονται οι συντάξεις – Αυξάνονται τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης
Αναβαθμίστηκε η Κύπρος – Υποβαθμίστηκε η Ολλανδία
Άνοδος στο Χρηματιστήριο – Τα spreads τραβούν την ανηφόρα
Πηγή Euro2day