Πέμπτη, 21 Νοε.
19oC Αθήνα

Η οικονομική «αυτοκτονία» ως επιλογή, μέσα από την κερδοσκοπική επιμονή στο χονδρεμπόριο – λιανεμπόριο

Η οικονομική «αυτοκτονία» ως επιλογή, μέσα από την κερδοσκοπική επιμονή στο χονδρεμπόριο – λιανεμπόριο

Μια βόλτα από το σούπερ μάρκετ τις τελευταίες ημέρες προκάλεσε κάποιες σκέψεις και ερωτηματικά. Στην βιτρίνα με τα κίτρινα τυριά, μια αγαπημένη προθήκη, η εξέλιξη στις τιμές ήταν εκπληκτική. Η πρώτη παρατήρηση ήταν πως ο μέσος όρος των «καλών» εγχώριων τυριών βρίσκεται κάμποσα ευρώ πάνω από τον μέσο όρο των ξένων «καλών» τυριών.

Μια πιο προσεκτική σύγκριση σε ανάλογου είδους τυριά επιβεβαιώνει μια εξωφρενική πραγματικότητα: μέσα σε τρία χρόνια, έχει επέλθει πλήρης ανατροπή στις τιμές λιανικής, με τα εγχώρια τυριά να είναι ακριβότερα πλέον από τα εισαγόμενα (!).

Αν μάλιστα κάνει κανείς σύγκριση με πολύ επώνυμα νησιώτικα (δεν αναφέρουμε ονόματα για προφανείς λόγους) δικά μας τυριά με
αντίστοιχα εξαιρετικά ιταλικά ή ακόμα και γαλλικά τυριά, το αποτέλεσμα είναι ένα: αν θέλεις ένα καλό τυράκι με ιδιαίτερη γεύση και
δεν θέλεις να βρεθείς εκτός προϋπολογισμού του μήνα, θα πρέπει να καταφεύγεις χωρίς δεύτερη κουβέντα στα εισαγόμενα δεδομένου ότι η ποσότητα έτσι κι αλλιώς θα είναι ελάχιστη.

Ρωτώντας ένα φίλο, που θα μπορούσες να τον αποκαλέσεις και ειδήμονα σε τέτοια θέματα, πήρα την απάντηση πως η μεγάλη άνοδος στις τιμές των ελληνικών τυριών είχε αρχίσει να γίνεται λίγο πριν την εμφάνιση του πληθωρισμού το καλοκαίρι του 2021, αλλά η μεγάλη έκρηξη έγινε από το 2022. Κάπου εκεί έγινε και το …προσπέρασμα των τιμών των ξένων τυριών από τα ελληνικά.

Το ίδιο μπορεί να παρατηρήσει κανείς και σε άλλα προϊόντα με λιγότερο ή περισσότερο ταυτόσημο χρονοδιάγραμμα αυτής της μεταβολής.

Ανάμεσά τους και τα κρασιά…

Παρ’ όλα αυτά, αυτή τη διαπίστωση και η επιβεβαίωσή της από τον «ειδήμονα» φίλο, δεν φαίνεται να συμπίπτει με μία άλλη προσωπική εμπειρία.

Το περασμένο καλοκαίρι, όπως κάθε χρόνο επισκέφθηκα μία συγκεκριμένη ορεινή περιοχή στην Κρήτη, που φημίζεται μεταξύ άλλων και για τα γαλακτοκομικά της. Ειδικά μάλιστα για την τοπική γραβιέρα του Συνεταιρισμού, η οποία για να το ομολογήσω είναι ο κύριος υπεύθυνος για τις σημαντικές αποκλίσεις που έχουν αρχίσει να έχουν, οι προδιαβητικοί δείκτες στο αίμα μου…

Τον Νοέμβριο σε μία εκ νέου σύντομη επίσκεψη στον ευλογημένο αυτό τόπο, είδα πως η συγκεκριμένη γραβιέρα και τα κεφαλοτύρια είχαν αρχίσει να βγαίνουν και σε νέες ποικιλίες εξαιρετικά ελκυστικές, δωδεκάμηνης ωρίμανσης.

Το παράδοξο όμως ήταν ότι ούτε το φετινό καλοκαίρι, ούτε τον Νοέμβρη, οι τιμές του κιλού στα συγκεκριμένα τυριά του Συνεταιρισμού παρουσίαζαν κάποια αξιοσημείωτη αύξηση στις τιμές τους. Τα κεφαλοτύρια με τρούφα, ρίγανη και άλλα μυρωδικά, είχαν ελάχιστα αυξημένες και απολύτως αποδεκτές τιμές.

Καμία σχέση με τα «φαινόμενα» στις προθήκες των σούπερ μάρκετ. Όπως μου εξήγησε, κάποιος από τον Συνεταιρισμό, τα τυριά τους δεν βγαίνουν από την περιοχή που παράγονται καθώς ίσα – ίσα που φθάνουν να καλύψουν τις ανάγκες των ντόπιων. Με άλλα λόγια από την παραγωγή περνούν στην ντόπια κατανάλωση μέσω του σούπερ μάρκετ του Συνεταιρισμού, χωρίς την διαμεσολάβηση τρίτων (χονδρεμπόρων κ.λ.π.).

Με άλλα λόγια στην περίπτωσή μας η διαφορά στις τάσεις διαμόρφωσης των τιμών, είχε απόλυτη σχέση με τους χονδρεμπορικούς και λιανεμπορικούς μηχανισμούς διαμεσολάβησης του προϊόντος με το καταναλωτικό κοινό, «έξω» από την περιοχή παραγωγής του.

Αυτή την εντελώς προσωπική εμπειρία, από την εντελώς αντίστροφη πλευρά της, μπορεί να την αναγνωρίσει κανείς σε μεγάλη κλίμακα στο πως αυτοί οι μηχανισμοί εμπορικής διαμεσολάβησης, απολύτως αδιάφοροι για την κατάσταση του καταναλωτικού κοινού στο οποίο απευθύνονται, «μοχλεύουν» τις τιμές παραγωγού με τρόπο που είναι από λίγο έως και εντελώς ανεξέλεγκτος.

Για να καταλήξουμε έτσι στην απόλυτη αντιστροφή στην σύγκριση τιμών των εγχώριων με τα εισαγόμενα προϊόντα υψηλής ποιοτικής αξίας. Και θα πει κανείς, ναι αυτό είναι …κακό, αλλά τι να κάνεις…

Το θέμα του τι να κάνεις ασφαλώς αφορά τους φορείς (ανύπαρκτης) εποπτείας. Αυτό που αφορά εμάς όμως είναι ότι η οικονομία σαν σύνολο και από την πλευρά του παραγωγού και από την πλευρά του καταναλωτή, οδηγείται σε αυτοχειριασμό καθώς οι συνέπειες στο εμπορικό ισοζύγιο δεν θα μπορούν από κάποια στιγμή και μετά να κρύβονται πίσω από την αυξανόμενη νομισματική αξία τους. Ήδη τα νούμερα είναι ξεκάθαρα.

Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) αναμένεται μείωση του όγκου πωλήσεων το α’ εξάμηνο του 2024 (-1,3%) σε σχέση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2023. Επίσης, αναμένεται αύξηση της αξίας των πωλήσεων το α’ εξάμηνο του 2024 (+1,6%) σε σχέση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2023.

Με άλλα λόγια το αποτέλεσμα αυτής της ανατροπής στις σχέσεις τιμών μεταξύ εισαγόμενων και εγχώριων προϊόντων σε ένα περιβάλλον όπου μειώνεται δραστικά η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, καταλήγει να διατηρεί ή και να αυξάνει ελάχιστα την αξία των πωλήσεων, αλλά να μειώνει σταθερά τον όγκο των πωλήσεων, καθώς ο καταναλωτής αγοράζει λιγότερα, χειρότερα και πληρώνει τα ίδια ή και περισσότερα.

Πρόκειται για μία διαδικασία συνεχούς απώλειας σε ποσότητα και ποιότητα προκειμένου να διατηρηθεί η ίδια ονομαστική αξία των αγορών.

Δεν υπάρχει πιο ξεκάθαρη απεικόνιση για το πως μία οικονομία όπως η ελληνική που στηρίζεται κατά 70% στην καταναλωτική δαπάνη, οδηγείται στην συρρίκνωση της παραγωγικής διαδικασίας.

Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία μεταξύ 2020 – 2023 οι ανατιμήσεις ειδικά σε βασικά είδη είναι εκκωφαντικές. Για παράδειγμα σε έλαια και λίπη έφτασαν το 87,4%,  στα λαχανικά το 35,2%, στα γαλακτομικά και τα αυγά στο 33,8%, στα κρέατα το 31,2%, στο ψωμί και τα δημητριακά 25,3%, στο ηλεκτρικό ρεύμα, φυσικό αέριο και καύσιμα το 39,1% και στα ενοίκια το 8,3%.

Αυτές οι ανατιμήσεις σημειώνονται απέναντι σε πρωτοφανείς απώλειες της αγοραστικής δύναμης του καταναλωτή. Παρά τις ονομαστικές αυξήσεις των δύο τελευταίων ετών, η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού τον Οκτώβριο του 2023 ήταν στο ίδιο επίπεδο με την αγοραστική δύναμη του πραγματικού κατώτατου μισθού του 2015 (!). Κάποιοι ονόμασαν το φαινόμενο που περιγράψαμε «πληθωρισμό απληστίας».

Παρέλειψαν βέβαια να ονοματίσουν αυτούς που τον εξασκούν όπως και αυτούς που τους επιτρέπουν να το συνεχίζουν. Το σοβαρότερο πρόβλημα όμως δεν είναι αυτό, αλλά το γεγονός ότι αυτή η «επιλογή» είναι μία επιλογή αυτοκτονίας για την οικονομία σαν σύνολο και όχι μόνο για τους παραγωγούς και τους καταναλωτές. Ισχύει και για τους ασκούντες τον «πληθωρισμό της απληστίας» που ροκανίζουν το κλαδί πάνω στο οποίο στέκονται.

Υπάρχει βέβαια και μία άλλη σχετική γνωστή παροιμία, το ίδιο παραστατική, αυτή με τον σκορπιό και τον βάτραχο…

Αυτό το πρόβλημα δεν μπορεί να υποκατασταθεί από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης ή του ΕΣΠΑ. Και μάλιστα όταν ειδικά για την Ελλάδα η «κρυμμένη» υποχρέωση των 25 δις ευρώ, των αναβαλλόμενων τόκων του χρέους, προστίθεται και επιβαρύνει την οικονομία τα επόμενα χρόνια.

Οικονομία Τελευταίες ειδήσεις