Χωρίς να αναφέρει συγκεκριμένη ρύθμιση για το χρέος, στα συμπεράσματα τις έκθεσης τονίζεται ότι αυτή θα πρέπει να επιτρέπει στην στην Ελλάδα να εξυπηρετεί το χρέος που απομένει μέσω των αγορών. Αυτός είναι κατά το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής ο απαραίτητος όρος και η προϋπόθεση για να μπορέσει η χώρα να βγει από το αδιέξοδο και να αποτραπεί η χρεοκοπία.
Ομως, αυτό δεν είναι αρκετό από μόνο του. Γιατί η χώρα θα επιστρέψει στον ίδιο φαύλο καθεστώς. Για να αποτραπεί ο κίνδυνος αυτός θα πρέπει να γίνουν βαθιές μεταρρυθμίσεις και οι συντάκτες της έκθεσης αναφέρουν μερικές από αυτές, όπως η δικαιοσύνη, η καταπολέμηση της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής, η καλύτερη λειτουργία των μηχανισμών του κράτους και η διακυβέρνηση.
Αναφερόμενη στη σημερινή κατάσταση η έκθεση κάνει λόγο για φαύλο κύκλο στον οποίο έχει παγιδευτεί η χώρα του οποίου το πιο επικίνδυνο χαρακτηριστικό είναι το αλληλοτροφοδοτούμενο υφεσιακό «σπιράλ», το οποίο αποδίδεται στα χρέος (το χαρακτηρίζει δυσβάστακτο) στην αβεβαιότητα την οποία θεωρεί απόρρεια της κρίσης χρέους, και το χαμηλό επίπεδο των θεσμών.
Στο ερώτημα τι πρέπει να γίνει η απάντηση είναι η αναδιάρθρωση του χρέους και οι μεταρρυθμίσεις. Μάλιστα επισημαίνει ότι η αναδιάρθρωση είναι και προς όφελος των δανειστών, γιατί εκτό των άλλων ελλοχεύει και ο κίνδυνος η Ελλάδα να συμπαρασύρει και άλλες χώρες της ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν χρηματοδοτικά προβλήματα.
Αναλυτικά το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής αναφέρει:
“Σύμφωνα με τη λογική των πολιτικών (Μνημόνια) που εφαρμόστηκαν από το 2010 και μετά, η ελληνική οικονομία θα ανέκαμπτε μέσω της αποκατάστασης της ανταγωνιστικότητάς της.
Στην ουσία, σχεδιαζόταν μια ριζική αναδιάρθρωση της οικονομικής-παραγωγικής δομής της χώρας, η οποία θα στηριζόταν στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και στις επενδύσεις. Αν και στην αρχή του προγράμματος προβλεπόταν μια μικρή συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας, μέσω των αλλαγών θα δημιουργείτο ένα περιβάλλον που θα προσέλκυε επενδύσεις και σταδιακά η οικονομία θα μετασχηματιζόταν, μπαίνοντας σε τροχιά μακροχρόνιας ανάπτυξης. Στην πράξη όμως, τα πράγματα εξελίχθηκαν εντελώς διαφορετικά: ενώ η Ελλάδα κατάφερε να μειώσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα και παρά το «κούρεμα» του PSI το 2012, η χώρα διανύει ήδη τον 7ο χρόνο ύφεσης, το ΑΕΠ έχει μειωθεί κατά περίπου 25%, το χρέος έχει εκτιναχθεί στο 175% του ΑΕΠ ενώ η ανεργία είναι σε υψηλότατα επίπεδα.
Την ίδια στιγμή, οι επενδύσεις – που είναι άκρως απαραίτητες για την εγκαθίδρυση ενός νέου οικονομικού-παραγωγικού μοντέλου – έχουν μειωθεί σημαντικά, ενώ και η πρόσβαση των επιχειρήσεων σε κεφάλαια είναι ιδιαιτέρως προβληματική.
Η ζοφερή αυτή κατάσταση αυξάνει και την αβεβαιότητα (σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο), δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο.
Συμπερασματικά, μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι η Ελλάδα έχει παγιδευτεί σε ένα αλληλοτροφοδοτούμενο υφεσιακό «σπιράλ», τόσο λόγω του υψηλού και δυσβάστακτου χρέους (που επηρεάζει βασικούς αναπτυξιακούς συντελεστές), όσο και λόγω της αβεβαιότητας που κυριαρχεί (ως απόρροια της κρίσης χρέους), αλλά και του χαμηλού επιπέδου των θεσμών της χώρας (που είναι υψίστης σημασίας για την οικονομική ανάπτυξη).
Στο σημείο αυτό εύλογα τίθεται το ερώτημα του τι πρέπει να γίνει. Όπως έχουμε υποστηρίξει στις προηγούμενες εκθέσεις του ΓΠΚΒ, μια σοβαρή αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους είναι απαραίτητη για να επανέλθει η χώρα σε τροχιά οικονομικής ανάπτυξης. Αναφορικά με το θέμα αυτό, η διεθνής εμπειρία αναδεικνύει δύο πτυχές:
α) η αναδιάρθρωση του υπερβολικού χρέους μιας χώρας καθίσταται επιτακτική όταν πλέον είναι φανερό ότι η εξυπηρέτησή του δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω της δημοσιονομικής προσαρμογής ή της αναμενόμενης ανάπτυξης, ενώ και η παροχή ρευστότητας (μέσω νέων δανείων) δεν είναι αποτελεσματική λύση σε μακροχρόνιο ορίζοντα38 και,
β) η αναβολή ή η καθυστέρηση της αναγνώρισης της αναδιάρθρωσης ως μέρος της λύσης στο χρέος, μπορεί να οδηγήσει σε χειρότερες καταστάσεις, όπως ακριβώς έχει συμβεί από το 2010 και ένθεν στην Ελλάδα. Από την άλλη πλευρά, όταν το χρέος είναι υπερβολικό και δυσβάστακτο, στο βαθμό που κάθε «κέρδος» που προκύπτει από τις μεταρρυθμίσεις (πχ. την αυξημένη φορολογία) ή τις επενδύσεις κατευθύνεται για την εξυπηρέτησή του χρέους (αντί να την καρπώνονται οι πολίτες της χώρας), τότε αυτό από μόνο του αποτελεί αντικίνητρο για τη χώρα για να υλοποιηθούν τα βήματα αυτά.
Επηρεάζει επομένως αρνητικά τη διάθεση για ενστερνισμό του προγράμματος προσαρμογής από ηγεσίες και πολίτες. Χωρίς αμφιβολία, η παρούσα κατάσταση (της συνεχούς ανατροφοδότησης των δανείων με νέα δάνεια) οδηγεί σε αδιέξοδο, τόσο για την Ελλάδα, όσο και για τους δανειστές. Επομένως, μία σοβαρή ελάφρυνση του χρέους είναι προς όφελος τόσο των δανειστών όσο και της λήπτριας χώρας.
Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα, που στην ουσία έχει αποκλειστεί από τις αγορές χρήματος, διατρέχει τον κίνδυνο να μπει σε μία διαρκή κατάσταση «μη ανοχής» (debt intolerance) από τους επενδυτές αναφορικά με το χρέος της, ενώ θα είναι ιδιαίτερα ευάλωτη σε εξωτερικά γεγονότα (shock) που μπορούν πολύ εύκολα να επηρεάσουν την εύθραυστη οικονομίας της.
Καταστάσεις που αν δεν αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά, μπορούν να έχουν συνέπειες σε ευρύτερο πλαίσιο (π.χ. να συμπαρασύρουν κι άλλες χώρες της ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν χρηματοδοτικά προβλήματα).Στη βάση λοιπόν ενός οικονομικού ορθολογισμού, αυτό που πρέπει να αναζητηθεί είναι μια «βέλτιση» λύση.
Στην πράξη αυτό σημαίνει μια αναδιάρθρωση του χρέους μετά την οποία η Ελλάδα θα μπορεί να εξυπηρετεί το υπόλοιπο χρέος της (μέσω των αγορών), έχοντας πλέον αποτρέψει μία ενδεχόμενη χρεοκοπία, ενώ και οι δανειστές θα απεμπλακούν από το υπάρχον ατέρμονο «γαϊτανάκι» αλληλοτροφοδότησης των δανείων.
Από την άλλη πλευρά, μία αναδιάρθρωση χρέους χωρίς βαθιές τομές δεν θα βοηθήσει. Σε μερικά χρόνια η Ελλάδα θα βρίσκεται πάλι στην κόψη του ξυραφιού. Επομένως, η Ελλάδα πρέπει απαραιτήτως να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις σε κρίσιμους τομείς, όπως στη δικαιοσύνη, στην καταπολέμηση της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής, στην καλύτερη λειτουργία των μηχανισμών του κράτους και στην διακυβέρνηση. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα διασφαλιστεί ότι δεν θα ξαναφτάσει σε καταστάσεις χρεοκοπίας και αναξιοπιστίας.