Με το νέο επίπεδο του κατώτατου μισθού να αναμένεται να έχει «το 8 μπροστά», όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, έχει «θεριέψει» η συζήτηση για το κατάλληλο ύψος αύξησης, από αρμόδιους φορείς και μη.
Το ΙΟΒΕ, από την πλευρά του, επισημαίνει μεταξύ άλλων το πώς κινήθηκε ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα σε σχέση με την κατακόρυφη αύξηση των τιμών λόγω των γεωπολιτικών ταραχών και της ενεργειακής κρίσης, εντοπίζοντας «ανισορροπίες» αναφορικά με το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών.
Και τούτο διότι, όπως καταγράφει σε σχετική έκθεση του, κατά την περίοδο 2019-2023, ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα έχει αυξηθεί σωρευτικά κατά 33,1%, ενώ το γενικό επίπεδο τιμών έχει αυξηθεί σωρευτικά κατά 13,7% την ίδια περίοδο. Κατά την περίοδο 2022-2023, και λαμβάνοντας υπόψη τις αυξήσεις του κατώτατου μισθού την ίδια περίοδο, το γενικό επίπεδο των τιμών έχει αυξηθεί κατά 4,2% λιγότερο από τον κατώτατο μισθό.
Ωστόσο, ενώ η παραπάνω ευνοϊκή εικόνα αφορά στον γενικό δείκτη τιμών για το σύνολο των αγαθών και υπηρεσιών που πωλούνται στην ελληνική οικονομία, το ΙΟΒΕ εντοπίζει την δυσανάλογα μεγάλη αύξηση των τιμών στα είδη πρώτης ανάγκης, δηλαδή είδη ανελαστικής ζήτησης και συχνότερης χρήσης. Στοιχεία, δηλαδή, που δεν υποκαθιστούνται εύκολα σε ένα ελληνικό νοικοκυριό, και ως εκ τούτου η αύξηση τους εξανεμίζει με αυξανόμενους ρυθμούς το διαθέσιμο εισόδημα.
Όπως εξηγεί το ΙΟΒΕ, ο υψηλότερος πληθωρισμός ο οποίος παρατηρείται στα είδη πρώτης ανάγκης πλήττει την αγοραστική δύναμη των πλέον ευάλωτων καταναλωτών, όπως είναι οι χαμηλόμισθοι.
«Ακάλυπτες» από τις αυξήσεις μισθών οι βασικές ανάγκες την τελευταία διετία
Ως εκ τούτου, είναι χρήσιμη μία σύγκριση των αυξήσεων των μισθών σε σύγκριση με την άνοδο τιμών που καταγράφηκε σε αυτά ακριβώς τα αναγκαία αγαθά.
Ενδεικτικά, όπως επισημαίνει το ΙΟΒΕ, ο σωρευτικός πληθωρισμός για διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά την περίοδο 2022-2023 ήταν κατά 7,1% υψηλότερος της αύξησης του ονομαστικού κατώτατου μισθού.
Πιο αναλυτικά, και με βάση τα στοιχεία της Eurostat για τις τιμές, το ρύζι σωρευτικά στη διετία 2022-2023 ακρίβυνε κατά 4% πάνω από τις αυξήσεις του κατώτατου. Το ψωμί κατά 14,1%, το κρέας από μοσχάρι κατά 11,7%, το χοιρινό 10,7% και τα αμνοερίφια κατά 12,7% ενώ παρασκευές κρέατος στοίχισαν 14% επιπλέον. «Πρωταθλητής» στις αυξήσεις της διετίας είναι το ελαιόλαδο, το οποίο υπερέβη τις μισθολογικές αυξήσεις κατά 35,6%, ενώ οι πατάτες κατά 19,1%.
Σε περαιτέρω προϊόντα, δεν καλύφθηκαν από τις αυξήσεις των μισθών ούτε τα καθαριστικά, κατά 3%, ενώ μικρότερη είναι η διαφορά όσον αφορά τα φάρμακα (0,9%). Οι «κούρσες» με ταξί ήταν ακριβότερες από τις αυξήσεις μισθών κατά 16,1%, οι διεθνείς πτήσεις κατά 59,7%, ενώ τα σινεμά, τα θέατρα και οι συναυλίες κατά 7,3%.
Τέλος, οι αυξήσεις στους μισθούς δεν είναι αρκετές για τους Έλληνες ούτε και για να πάνε διακοπές, καθώς οι τελευταίες είναι ακριβότερες σωρευτικά κατά 5,2%.
Έτσι, όπως εξηγεί η έκθεση του ΙΟΒΕ, ενώ οι μεταβολές στον κατώτατο μισθό τα τελευταία έτη έχουν καλύψει τις αυξήσεις στο γενικό επίπεδο των τιμών, δεν παρατηρείται το ίδιο και για τους μέσους μισθούς στην οικονομία. Ενδεικτικά, ο πραγματικός μέσος μισθός, σε συνέχεια σωρευτικής ανόδου κατά 25% την περίοδο 2000-2009, κατέγραψε συστηματική υποχώρηση την περίοδο 2010-2022, σωρευτικά κατά 30%, με αποτέλεσμα το 2022 να παραμένει σε πραγματικούς όρους 18% χαμηλότερος από το 2000.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, σε πραγματικούς όρους, ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα να συγκλίνει ολοένα και περισσότερο στον μέσο μισθό τα τελευταία χρόνια.