Τα περιθώρια των Οικονοκλαστικών να ασχοληθούν με θέματα οικονομικής θεωρίας, όπως το θέμα της συσχέτισης της «Κοινωνικής ανισότητας και των μηδενικών επιτοκίων» είναι εκ των πραγμάτων – αντικειμενικά και υποκειμενικά – πολύ μικρά.
Και για τον λόγο αυτό το αποφεύγει.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Άλλωστε είναι πολύ πιθανό, ενδεχομένως, να κουράσει τους αναγνώστες της.
Υπάρχουν όμως στιγμές που η πραγματικότητα σχεδόν το… επιβάλει. Όπως τώρα για παράδειγμα, στις τρέχουσες συνθήκες, όπου το θέμα της ρευστότητας και της νομισματικής πολιτικής (επιτόκια) κυριαρχεί στην κορυφή των ζητημάτων της οικονομίας.
Για το λόγο αυτό η στήλη επισημαίνει ένα κείμενο/μελέτη μιας ομάδας οικονομολόγων που συνεργάζονται με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS) με τίτλο «Inequality and the Zero Lower Bound» που δημοσιεύθηκε αυτόν τον μήνα από τους Jesús Fernández-Villaverde, Joël Marbet, Galo Nuño, Omar Rached, στην κεντρική ιστοσελίδα της BIS.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Η μελέτη προσπαθεί να φέρει στην επιφάνεια την δυναμική που κρύβεται πίσω από την πολιτική, που για μια πολύ μεγάλη περίοδο εφαρμόσθηκε από τις κεντρικές τράπεζες, αυτή των χαμηλών στόχων για τον πληθωρισμό και των μηδενικών επιτοκίων.
Το βασικό εύρημα της μελέτης όπως τουλάχιστον το περιγράφει η ομάδα των οικονομολόγων της BIS είναι διπλό και είναι το ακόλουθο:
«Πρώτον, οι αρνητικές επιπτώσεις ενός συσταλτικού σοκ στο Zero Lower Bound (ZLB) των ονομαστικών επιτοκίων, επιβαρύνουν δυσανάλογα τα φτωχά νοικοκυριά και επιδεινώνουν την ανισότητα.
Δεύτερον, η ανισότητα καθιστά τη νομισματική πολιτική «μη ουδέτερη» μακροπρόθεσμα σε σημαντικό βαθμό…».
Συγκεκριμένα όπως εξηγούν:
«Ένας χαμηλότερος στόχος πληθωρισμού καθιστά πιο πιθανές τις περιόδους ZLB (σ.σ. δηλαδή ενισχύει την τάση για μηδενικά επιτόκια), αυξάνει τις προληπτικές αποταμιεύσεις των νοικοκυριών (σ.σ. δηλαδή μειώνει τις καταναλωτικές δαπάνες) και έτσι οδηγεί σε μείωση των μακροπρόθεσμων πραγματικών επιτοκίων (σ.σ. γεγονός που στις σημερινές συνθήκες συνδυάζεται εν τέλει με πολύ υψηλότερα βραχυπρόθεσμα επιτόκια).
Δείχνουμε ότι μια πτώση του στόχου για τον πληθωρισμό που μοιάζει με την πτώση του μέσου πληθωρισμού μεταξύ 1980 και 2015, που συνδέεται με αύξηση της ανισότητας πλούτου (που έχει μία αναλογία με την αύξηση του δείκτη Gini στις αρχές της δεκαετίας του 2000), συνεπάγεται σημαντική πτώση των μακροπρόθεσμων πραγματικών επιτοκίων.
Σύμφωνα με τη νέα μας θεωρία, το φυσικό επιτόκιο εξαρτάται από τον στόχο του πληθωρισμού της κεντρικής τράπεζας…».
Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι «Το μηδενικό κατώτερο όριο ( ZLB ) ή το μηδενικό ονομαστικό (επιτοκιακό) κατώτερο όριο ( ZNLB ) είναι ένα μακροοικονομικό πρόβλημα που εμφανίζεται όταν το βραχυπρόθεσμο ονομαστικό επιτόκιο είναι κοντά στο μηδέν, προκαλώντας την λεγόμενη παγίδα ρευστότητας που περιορίζει την ικανότητα της κεντρικής τράπεζας να τονώσει την οικονομική ανάπτυξη. Η βασική αιτία της ZLB είναι η έκδοση χαρτονομισμάτων από τις κεντρικές τράπεζες, η οποία επιτρέπει ουσιαστικά ένα μηδενικό ονομαστικό επιτόκιο και λειτουργεί ως κατώτατο όριο επιτοκίου».
Είναι αναγκαίο επίσης στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε ότι για πρώτη φορά το πρόβλημα των μηδενικών επιτοκίων εντοπίσθηκε σαν τέτοιο, με την νομισματική πολιτική της Ιαπωνίας (μηδενικά επιτόκια), ενώ στην συνέχεια οι σχετικοί κίνδυνοι επισημάνθηκαν από τους Paul Krugman, Michael Woodford, Gauti Eggertsson, όταν οι κεντρικές τράπεζες βυθίστηκαν στην νομισματική χαλάρωση για να αντιμετωπίσουν την κρίση το 2008. Βέβαια από την άλλη πλευρά ο Milton Freedman ήταν και παραμένει ο ισχυρότερος υπερασπιστής της νομισματικής χαλάρωσης. Με άλλα λόγια… βροχή τα Νόμπελ οικονομίας και από τις δύο πλευρές των χαρακωμάτων.
Το γεγονός ότι η BIS, η αποκαλούμενη και Κεντρική Τράπεζα των Κεντρικών Τραπεζών, με την δημοσίευση της μελέτης αυτής, ξαναφέρνει στο προσκήνιο και δημόσια την συζήτηση αυτή, στην ουσία μιλάει για το σήμερα και όχι απλά για το τι έπρεπε και τι δεν έπρεπε να κάνουν οι κεντρικές τράπεζες απέναντι στο 2008.
Αλλά όχι μόνο αυτό. Με ένα έμμεσο αλλά σαφή τρόπο, «υποδεικνύει» κάτι περισσότερο, συνδέοντάς το μάλιστα τόσο με την νομισματική όσο και με την ευρύτερη οικονομική πολιτική, όταν αναφέρεται σαν βασικό συμπέρασμα στην επιρροή αυτής της πολιτικής τόσο στον πληθωρισμό όσο και στην κοινωνική ανισότητα.
Συγκεκριμένα αποδίδει ευθέως «ευθύνη» στον χαμηλό στόχο πληθωρισμού από τις Κεντρικές Τράπεζες για το γεγονός ότι τελικά οι οικονομίες οδηγούνται με μεγαλύτερες πιθανότητες σε περιόδους ZNLB και μηδενικών επιτοκίων. Και στην συνέχεια σε «οικειοθελή» καταστολή της καταναλωτικής δαπάνης μέσω της αυξημένης αποταμίευσης, με όλες τις σχετικές συνέπειες που έχουν προκαλέσει το τρέχον οικονομικό βραχυκύκλωμα.
Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι η δημοσίευση της μελέτης αυτής στην αρχή του κρίσιμου έτους 2024, είναι σαν να χτυπάει από την Βασιλεία (έδρα της BIS) το καμπανάκι κινδύνου για τους κεντρικούς τραπεζίτες και τις κυβερνήσεις, με σαφή την υπόδειξη αναπροσαρμογής του στόχου για τον πληθωρισμό (το περιβόητο 2%).