Ο κορονοϊός αναδεικνύεται στον «μαύρο κύκνο» του χρηματιστηρίου και το αχαρτογράφητο των δεδομένων καθιστά δυσχερέστατη οποιαδήποτε βραχυχρόνια πρόβλεψη για τη χρονική περίοδο που θα απαιτηθεί, για να ξεπεραστεί η «καταιγίδα» που πλήττει αγορές.
Ο κορονοϊός «κήρυξε» το ταχύτερο τέλος που έχει σημειωθεί ποτέ σε μία bull market, καθώς μόλις πριν λίγες εβδομάδες οι μεγαλύτεροι χρηματιστηριακοί δείκτες του κόσμου χτυπούσαν σχεδόν καθημερινά νέα ιστορικά υψηλά.
Μέχρι τώρα χάθηκαν περίπου 14 τρισ. δολ. στα χρηματιστήρια και η επίδραση στην παγκόσμια οικονομία εκτιμάται πάνω από τα 2 τρισ. δολάρια. Το ερώτημα είναι πότε θα πιάσουμε πάτο και πότε οι επενδυτές θα μπορούσαν σταδιακά και με μεγαλύτερη σιγουριά να αρχίζουν να χτίζουν νέες θέσεις στις αγορές εκμεταλλευόμενοι τα νέα χαμηλά επίπεδα τιμών.
Μιλώντας στο ΑΠΕ – ΜΠΕ υψηλόβαθμο στέλεχος, ελληνικής καταγωγής, μεγάλης ξένης επενδυτικής τράπεζας, απαντά στο ερώτημα, αναλύοντας προηγούμενα ιστορικά δεδομένα των αγορών. Με βάση τα ιστορικά δεδομένα και με βασικό οδηγό την πορεία του S&P 500 χρειάστηκαν 4 – 5 μήνες για να «ηρεμήσουν» και να αρχίζουν να ανακάμπτουν από τα χαμηλά τους. Με βάση το βασικό σενάριο των αναλυτών ότι η παγκόσμια οικονομία θα αρχίσει να ανακάμπτει στο τρίτο τρίμηνο 2020 οι αγορές μετοχών θα πιάσουν «πάτο» λίγο νωρίτερα, στο δεύτερο τρίμηνο του 2020.
Με βάση αυτό το σενάριο, εάν κάποιος εκτιμά ότι αυτό θα επαληθευτεί, θα πρέπει να τοποθετηθεί και πάλι στις μετοχές προς το τέλος του πρώτου εξαμήνου, καθώς πολλά θα έχουν ξεκαθαρίσει σχετικά με τις επιπτώσεις που θα έχει για την παγκόσμια οικονομία η πανδημία, πιθανή λήξης της οποίας τοποθετείται πριν τον Ιούνιο, σύμφωνα και με τις τελευταίες εκτιμήσεις γνωστών επιδημιολόγων. Όλα αυτά βεβαίως υπό τη βασική προϋπόθεση ότι η παγκόσμια οικονομία, δεν θα «βουτήξει» στην ύφεση. Ως είθισται οι αγορές θα προεξοφλήσουν τα χειρότερα και θα αλλάξουν στάση μόνο όταν θα υπάρξει αναίρεση από την πραγματικότητα, των εκτιμώμενων αρνητικών συνεπειών. Η UBS αναμένει ότι οι αγορές θα παραμείνουν σε αυτή την τάση έντονης μεταβλητότητας έως ότου υπάρξει ένας συνδυασμός: ενδείξεις επιτυχημένου περιορισμού της εξάπλωσης του κοροναϊού, σαφήνεια για τον καθαρό οικονομικό αντίκτυπο και συντονισμένη παγκόσμια πολιτικής.
Τι συμβαίνει στο ελληνικό χρηματιστήριο
Η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά με αποτίμηση γύρω στα 40 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί περίπου στο 25% του ΑΕΠ, θα μπορούσε να ισχυριστεί καποιος ότι είναι στη ζώνη της ευκαιρίας, σημειώνει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ το ίδιο υψηλόβαθμο στέλεχος της ξένης επενδυτικής τράπεζας. Όμως αυτός ο δείκτης, με τις σημερινές συνθήκες, δεν μετρά στις επενδυτικές αποφάσεις οι οποίες λαμβάνονται μέσα σε συνθήκες πανικού. Οι ελληνικές μετοχές είναι φθηνές στα τρέχοντα επίπεδα και η υποτιμητική υπερβολή είναι μια ευκαιρία ανάλογη με την στρέβλωση που σημειώθηκε το 2015, μετά το κλείσιμο της αγοράς λόγω των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
Όμως και αυτό δε μετρά ακόμη στις αποφάσεις των επενδυτών, καθώς σε αυτή τη φάση θέλουν να προεξοφλήσουν τα χειρότερα.
Ιδιαίτερα ευάλωτες οι τράπεζες
Ιδιαίτερα ευάλωτες σε αυτό το σκηνικό είναι οι ευρωπαϊκές τράπεζες, αλλά και οι ελληνικές. Με βάση τις εκτιμήσεις της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας Goldman Sachs η αρνητική επίδραση στις τράπεζες της Ευρώπης θα φθάσει στα 30 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 3 δισ. ευρώ αφορούν τις ελληνικές τράπεζες. Όπως εκτιμούν χρηματιστηριακοί αναλυτές και τραπεζικοί παράγοντες μία ολοκληρωμένη αποτίμηση των επιπτώσεων στις ελληνικές τράπεζες, αλλά και γενικότερα στην ελληνική οικονομία δεν μπορεί να υπάρξει πριν τον Ιούνιο με τη λήξη του πρώτου εξαμήνου του 2020. Οι επιπτώσεις στις τράπεζες, σε σημαντικό βαθμό, θα είναι εξαρτημένες και με την πορεία του ΑΕΠ, με την πρόβλεψη για ρυθμός ανάπτυξης 2,8% να θεωρείται ακατόρθωτος υπό τις σημερινές συνθήκες.