Προς την αντίθετη κατεύθυνση προχωρά η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας. Οι σχεδιασμοί κυβέρνησης και δανειστών για μείωση του μεριδίου της ΔΕΗ όχι μόνο δεν υλοποιούνται, αλλά το αντίθετο η ΔΕΗ συνεχίζει για έναν ακόμη μήνα να αυξάνει το μερίδιο αγοράς.
Σύμφωνα με στοιχεία που επικαλείται το energypress.gr, το Δεκέμβριο το μερίδιο αγοράς της ΔΕΗ αυξήθηκε κατά μία μονάδα ίσως και λίγο περισσότερο. Πλέον διαμορφώνεται στο 85,4%, από 84,21% που είχε διαμορφωθεί τον Νοέμβριο, κατά τον μήνα που επίσης είχε αυξηθεί κατά μία μία μονάδα. Σύμφωνα με πηγές από την αγορά, η αύξηση πάνω από 2 μονάδες του μεριδίου της ΔΕΗ το τελευταίο δίμηνο δεν οφείλεται απλώς στην αύξηση της κατανάλωσης εκ μέρους των πελατών της λόγω χειμώνα, αλλά αντίθετα έχουμε μετακίνηση περί των 70.000 καταναλωτών που επέστρεψαν στο πελατολόγιο της ΔΕΗ.
Η εξέλιξη αυτή καταγράφει μία διαφορά δέκα ποσοστιαίων μονάδων με βάση τους στόχους που έχουν τεθεί μέσα από το μνημόνιο. Με βάση αυτούς η ΔΕΗ θα έπρεπε να είχε μειώσει το μερίδιό της στο 75,24% στο τέλος του 2017, ενώ για το 2020, σύμφωνα με τον ίδιο σχεδιασμό πρέπει να υποχωρήσει κάτω από το 50%.
Ένας από τους παράγοντες που δημιουργούν αυτή την κατάσταση είναι η προσπάθεια της ΔΕΗ να ακυρώσει στην πράξη τις δημοπρασίες NOME, κάτι που όπως φαίνεται έχει επιτευχθεί.
Στην πράξη, οι δημοπρασίες NOME αποτέλεσαν τη σανίδα σωτηρίας για να επιβιώσουν οι ιδιώτες εναλλακτικοί πάροχοι (άλλως, με τα επίπεδα στα οποία έχει φτάσει η χονδρεμπορική Οριακή Τιμή Συστήματος θα είχαν χρεοκοπήσει) αλλά δεν επαρκούν ως «εργαλείο» για το άνοιγμα της αγοράς και την επίτευξη των στόχων.
Ειδικά δε με τις τιμές στις οποίες έχει καταλήξει να αγοράζεται το ρεύμα κατά τις πρόσφατες δημοπρασίες, τα περιθώρια άσκησης εμπορικής πολιτικής εκ μέρους των εναλλακτικών παρόχων είναι απολύτως περιορισμένα.
Ο βασικός λόγος (και ταυτόχρονα η βασική επιτυχία της ΔΕΗ) είναι η έκπτωση του 15% που εισήγαγε στην αγορά η δεσπόζουσα επιχείρηση για τους καλοπληρωτές πελάτες, κίνηση που ανάγκασε και τους άλλους προμηθευτές να προχωρήσουν σε ανάλογες εκπτώσεις χωρίς αυτό να αποτελεί δική τους, οικονομικά συμβατή επιλογή, σε αρκετές περιπτώσεις.
Εδώ να σημειωθεί ότι οι ιδιώτες παίκτες, έχουν μεν μικρότερες λειτουργικές δαπάνες από τη ΔΕΗ, αντιμετωπίζουν όμως υψηλά κόστη ανάπτυξης δικτύου πωλήσεων και άλλες επενδυτικές δαπάνες, που δικαιολογούν τα υψηλότερα κόστη σε σχέση με το δεσπόζοντα παίκτη.
Παράλληλα με την έκπτωση 15%, η ΔΕΗ ενσωμάτωσε και δεν μετακύλησε στα τιμολόγια, ούτε καν εν μέρει, τη μεγάλη επιβάρυνση που έχουν όλοι οι προμηθευτές μετά την επιβολή της λεγόμενης «χρέωσης προμηθευτή». Η εκτίμηση που υπάρχει στις Βρυξέλλες είναι ότι η «χρέωση προμηθευτή» απορρόφησε το 70% της έκπτωσης που πέτυχαν οι ιδιώτες προμηθευτές από τις τιμές των δημοπρασιών NOME.
Τον τόνο λοιπόν, όσον αφορά τα περιθώρια της αγοράς, τον δίνει με απόλυτο τρόπο η ΔΕΗ. Σε αυτή τη φάση η δεσπόζουσα επιχείρηση προτίμησε να υποστεί μεν ζημιές η ίδια (που καταγράφονται στα αποτελέσματά της), υψώνοντας όμως τείχος και στην ανάπτυξη των εναλλακτικών παρόχων. Η επιλογή αυτή φαίνεται ότι πέτυχε το σκοπό της, το ερώτημα ωστόσο είναι τι θα γίνει με την υποχρέωση που έχει η ίδια η ΔΕΗ να φτάσει σε επίπεδα κάτω του 50% μέχρι το 2020.
Στο ερώτημα αυτό θα κληθεί προφανώς να απαντήσει και η κυβέρνηση η οποία άλλωστε είναι ο αντισυμβαλλόμενος των θεσμών όσον αφορά τις μνημονιακές υποχρεώσεις.
Του Θανάση Παπαδή